Horror Stories Event - Story I - Η κούνια
Καθόταν στη σκονισμένη της πολυθρόνα αγέρωχη και κοιτούσε το κενό. Πεινούσε πολύ, αλλά ένιωθε πολύ εξαντλημένη για να κάνει κάτι για αυτό. Είχαν περάσει σχεδόν είκοσι μέρες που βρισκόταν φυλακισμένη στο ίδιο της το σπίτι.
Την πρώτη εβδομάδα είχαν τελειώσει οι τροφές που είχε ήδη. Δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι της. Και αν για κάποιο λόγο το κατάφερνε αυτό, δεν μπορούσε να περάσει τα όρια της αυλής της. Κάτι την εμπόδιζε.
Όπως κάθε βράδυ, έτσι και αυτό, η πόρτα άνοιξε μόνη της τρίζοντας.
«Μαμά, έλα να με κάνεις κούνια» ακούστηκε μία κοριτσίστικη φωνή από την αυλή. Εκείνη προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν είχε τη δύναμη. «Μαμά!» ακούστηκε ξανά, αλλά αυτή τη φορά ήταν τόσο τσιριχτή η φωνή που της πάγωσε το αίμα.
Έσπρωξε με τα δύο της χέρια το σώμα της για να σηκωθεί. Αφού το κατάφερε, ακούμπησε στον τοίχο ως στήριγμα και με αργά βήματα έφθασε ως το κατώφλι. Από την ανοιχτή πόρτα είδε το μεγάλο δέντρο που υπήρχε στο κέντρο της αυλής της. Σε ένα από χοντρά κλαδιά του υπήρχε κρεμασμένη μία κούνια που κουνιόταν μόνη της.
Η γυναίκα προχώρησε με τρεμάμενα βήματα προς την άδεια κούνια. Όταν έφθασε, τέντωσε τα χέρια της και ένιωσε να ακουμπάει κάτι που έμοιαζε με πλάτη παιδιού. Ξεκίνησε να σπρώχνει με ρυθμό, ενώ παράλληλα ακούγονταν παιδικά χαχανητά.
Τότε, παρατήρησε ότι η εξώπορτα της αυλής ήταν ανοιχτή. Πέρασε από το μυαλό της ότι ίσως αυτή ήταν η ευκαιρία της να φύγει. Να τρέξει μακριά από αυτό το καταραμένο μέρος. Χωρίς να το πολυσκεφτεί προσπάθησε να τρέξει προς την πόρτα. Το σώμα της ήταν πολύ αδύναμο και τα βήματά της τα αργά. Ένιωσε ένα σπρώξιμο από πίσω της και έπεσε άτσαλα μπρούμυτα στο έδαφος. Ύστερα, ένιωσε ένα βάρος πάνω στην πλάτη της.
«Πού πας μαμά;» ακούστηκε και πάλι η παιδική φωνή.
«Άσε με να φύγω! Δεν έχω παιδιά!» απάντησε η γυναίκα με λυγμούς.
«Πάλι θέλεις να με εγκαταλείψεις; Όπως τότε που ήμουν στην κοιλιά σου;» Η γυναίκα έμεινε σαστισμένη. Πριν χρόνια, όταν ήταν έξι μηνών έγκυος, είχε ένα σοβαρό ατύχημα που είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει το παιδί της.
«Δεν είναι δυνατόν…» ψιθύρισε τρέμοντας ολόκληρη.
«Μην ανησυχείς μανούλα! Από τώρα θα είμαστε για πάντα μαζί»
Ξάφνου, κάτι με πολύ δύναμη τράβηξε τα πόδια της γυναίκας και άρχισε να την σέρνει ολόκληρη προς το δέντρο. Εκείνη ούρλιαζε και καλούσε σε βοήθεια, ενώ τα νύχια των χεριών της έσπαγαν καθώς προσπαθούσε να γραπωθεί από όπου έβρισκε. Στη συνέχεια, ο κορμός του δέντρου άνοιξε σαν ένα τεράστιο στόμα και με την άτυχη γυναίκα σταδιακά να βυθίζεται μέσα σε αυτό.
Μετά από λίγο, απόλυτη ησυχία επικράτησε στο μέρος. Η κούνια δεν κουνήθηκε ποτέ ξανά.