Horror Stories Event - Story II - Ο καθρέπτης
Ύστερα από ένα κουραστικό πρωινό γυρνώντας στα μαγαζιά, οι δύο φίλες αποφάσισαν να φάνε κάτι πριν συνεχίσουν την βόλτα τους. Κατηφόριζαν σε ένα μικρό σοκάκι με παλιά κτίρια για να φθάσουν πιο γρήγορα στο αγαπημένο τους εστιατόριο. Παλαιότερα αυτός ο δρόμος ήταν η καρδιά της πόλης, αλλά μετά την επέκτασή της ο δρόμος αυτός ξεχάστηκε. Πλέον τα περισσότερα κτίρια ήταν εγκαταλελειμμένα και τα λίγα καταστήματα που είχαν απομείνει ήταν σκιές της παλιάς αίγλης τους.
«Άννα, μισό λεπτό. Ξέχασα να πάρω δώρο στην πεθερά μου» αναφώνησε μία εξ αυτών, καθώς κοιτούσε μια σκονισμένη βιτρίνα από ένα παλαιοπωλείο.
«Καλά βρε Μαίρη, από εδώ θα πάρεις δώρο;» ρώτησε σαστισμένη η Άννα.
«Λέω να ρίξω μια ματιά. Ξέρω ότι της αρέσουν οι αντίκες. Αν και δεν θυμόμουν ότι υπήρχε εδώ αυτό το μαγαζί»
«Κανένας δεν θυμάται ότι υπάρχουν μαγαζιά σε αυτόν τον δρόμο. Κάνε γρήγορα όμως, δεν μου αρέσει να κάθομαι πολύ ώρα σε αυτήν την περιοχή» είπε η Άννα και αποφάσισε να μιλήσει στο κινητό της τηλέφωνο για να περάσει η ώρα.
Η Μαίρη έσπρωξε την πόρτα και το χαρακτηριστικό κουδουνάκι ήχησε αναγγέλοντας την είσοδό της. Από το βάθος του καταστήματος ένας πολύ αδύνατος ηλικιωμένος άνδρας έκανε την εμφάνισή του. Τα ρούχα του φαίνονταν παλιά και σκονισμένα, ενώ σε κάποια σημεία ήταν μπαλωμένα.
«Θα ήθελα να ρίξω μια ματιά στους καθρέπτες που έχετε» επεσήμανε η Μαίρη, καθώς παρατηρούσε έναν από τους τοίχους του παλαιοπωλείου, ο οποίος ήταν γεμάτος κρεμασμένους καθρέπτες.
«Φυσικά, φυσικά!» απάντησε εκείνος με ένα πλατύ χαμόγελο και τρίβωντας ελαφριά τα χέρια του μεταξύ τους.
Η Μαίρη παρατήρησε για λίγα λεπτά τους καθρέπτες, αλλά δεν βρήκε κάποιον ιδιαίτερο. Ήταν όλοι τους σίγουρα παλιοί, μα όχι κάτι που θα ταίριαζε στο σπίτι της πεθεράς της. Όντας λίγο απογοητευμένη αποφάσισε να φύγει.
«Έχω και μία συλλογή από επιτραπέζιους καθρέπτες στη σοφίτα, αν θέλετε να δείτε» σχολίασε ο άνδρας, τη στιγμή που η Μαίρη είχε γυρίσει προς την πόρτα.
Η Μαίρη κοντοστάθηκε. Σκέφτηκε ότι κάτι τέτοιο θα ταίριαζε στο σαλόνι της πεθεράς της. Γύρισε αυτή τη φορά προς το μέρος του γέροντα, ο οποίος της έδειχνε μία ξύλινη γυριστή σκάλα στο βάθος του κτιρίου.
«Στην ηλικία μου μου είναι δύσκολο να ανεβοκατεβαίνω σκάλες. Αν βρείτε κάτι που σας αρέσει φωνάξτε με για να ανέβω κι εγώ» είπε ο ηλικιωμένος καταστηματάρχης με έναν απολογητικό τόνο στη φωνή του.
«Μα ναι, βέβαια. Μην ανησυχείτε!» απάντησε εκείνη κατανοώντας το πρόβλημά του. Η Μαίρη προχώρησε προς τη σκάλα και όταν έφθασε άρχισε να ανεβαίνει τα ξύλινα σκαλοπάτια που έτριζαν σε κάθε της βήμα.
Παράλληλα, ο γέροντας κινήθηκε προς την πόρτα. Είδε από το τζάμι μία νεαρή γυναίκα να έχει την πλάτη της στραμμένη προς το μαγαζί του και να μιλάει έντονα. Με αργές αλλά σταθερές κινήσεις κλείδωσε την πόρτα και απαρατήρητος έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω.
Η Μαίρη δεν άργησε να ανέβει στο πατάρι, το οποίο δεν ήταν πολύ μεγάλο. Περιμετρικά του υπήρχαν σκονισμένοι επιτραπέζιοι καθρέπτες που ήταν όλοι στραμμένοι προς το κέντρο του δωματίου. Στο κέντρο της σοφίτας υπήρχε ένας όγκος σκεπασμένος με ένα πανί που έμοιαζε να είναι και αυτός καθρέπτης, αλλά αισθητά μεγαλύτερος από τους υπόλοιπους.
Η Μαίρη προχώρησε προς το μέρος του και τράβηξε το πανί. Στη συνέχεια, έβηξε λίγο, αφού ένα μικρό σύννεφο σκόνης εμφανίστηκε μπροστά της. Όταν έπεσε η σκόνη, περιεργάστηκε με προσοχή τον καθρέπτη. Ήταν ξύλινος και είχε ένα ξεθωριασμένο μαύρο χρώμα. Φαινόταν πολύ παλιός αλλά δεν είχε κάποια ιδιαίτερη διακόσμηση, πέρα από κάτι σκαλισμένα πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν στις τέσσερις γωνίες του.
Η Μαίρη παρατήρησε λίγο παραπάνω αυτά τα πρόσωπα και είδε πως είχαν αποτυπωθεί με τα στόματά τους ορθάνοιχτα, σαν να ουρλιάζουν. Ήταν τόσο ρεαλιστικά σκαλισμένα που την έκαναν να ανατριχιάσει ολόκληρη. Άρχισε να νιώθει άβολα με το μέρος και σκέφτηκε πως ήρθε η ώρα να φύγει.
Τότε, είδε την αντανάκλασή της στον καθρέπτη. Φρίκαρε περισσότερο όταν είδε την αντανάκλασή της να της χαμογελάει χαιρέκακα, ενώ η ίδια δεν χαμογελούσε. Προσπάθησε να φύγει έντρομη, αλλά δεν μπορούσε να κουνήσει το σώμα της. Άρχισε να ουρλιάζει με όλη της τη δύναμη.
Και τότε, άρχισε να κινείται παρά τη θέλησή της. Όχι προς τη σκάλα, αλλά προς τον καθρέπτη. Ένιωθε σαν να την καλούσε ο καθρέπτης κοντά του. Ξαφνικά, αισθάνθηκε βαρύ το σώμα της και έπεσε στο πάτωμα. Έπειτα, ένιωσε σαν μία αόρατη δύναμη να την τραβούσε προς τον καθρέπτη. Προσπαθούσε να αντισταθεί, αλλά δεν τα κατάφερνε. Τα πόδια της είχαν μπει ήδη μέσα σε αυτόν.
Σε λίγο τα ουρλιαχτά της σταμάτησαν και το μόνο που είχε απομείνει ήταν η χαμογελαστή αντανάκλασή της μέσα στον αρχαίο καθρέπτη...
«Γιατί κάθομαι εδώ;» αναφώνησε ξαφνιασμένη η Άννα, καθώς κοιτούσε ένα μισογκρεμισμένο κτίριο. Είχε την αίσθηση ότι κάτι περίμενε. Έδιωξε γρήγορα αυτή τη σκέψη και συνέχισε τον δρόμο της. Μην έχωντας καμιά ανάμνηση από κάποια φίλη που είχε κάποτε.