Horror Stories Event - Story VII - Το φλεγόμενο σπίτι
Γυρνούσε το βράδυ με τα πόδια προς το σπίτι του. Για άλλη μία φορά είχε μείνει ως αργά στο γραφείο. Τα λεωφορεία είχαν σταματήσει εδώ και ώρα τα δρομολόγιά τους και τα ταξί σπάνια περνούσαν από αυτόν τον απομακρυσμένο δρόμο.
Καθώς προχωρούσε, η μυρωδιά από καμένο ξύλο εισχώρησε στα ρουθούνια του. Αύξησε το βήμα του φοβούμενος τα χειρότερα. Στα δεξιά του δρόμου βρίσκονταν οι παρυφές ενός δάσους, ενώ στα αριστερά υπήρχε ένας γκρεμός και μετά θάλασσα.
Μόλις έστριψε στην πρώτη στροφή είδε μπροστά του ένα παλιό διώροφο σπίτι, ανάμεσα στα δέντρα, να έχει παραδοθεί στις φλόγες. Έμεινε σαστισμένος διότι δεν θυμόταν να υπήρχε κάποιο σπίτι εδώ. Περνούσε συνέχεια από αυτό το σημείο και θα το είχε προσέξει σίγουρα στο παρελθόν.
Ξαφνικά, άκουσε το κλάμα ενός μωρού. Ήχησε πεντακάθαρα στα αυτιά του και ήταν σίγουρος ότι προερχόταν από το κτίριο. Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε προς το σπίτι. Έσπρωξε την πόρτα, αλλά εκείνη δεν άνοιξε. Πήγε μερικά βήματα πίσω για να πάρει φόρα και ύστερα έπεσε πάνω της με το βάρος του σώματός του.
Η πόρτα σωριάστηκε με κρότο και εκείνος βρέθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και για αυτό εκείνος άρχισε να βήχει. Έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη του και το κράτησε με το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό του. Περιεργάστηκε τον χώρο γύρω του. Η φωτιά είχε καλύψει σχεδόν τα πάντα. Ανά πάσα στιγμή το σπίτι θα κατέρρεε.
Προσπάθησε να καταλάβει πού ήταν το μωρό. Το κλάμα ήταν συνεχές. Αυτό σήμαινε ότι το μωρό ζούσε ακόμη. Το άγχος του αυξανόταν ολοένα και περισσότερο. Ήθελε να το σώσει.
Το κλάμα έμοιαζε να έρχεται από τον πάνω όροφο. Ήταν τυχερός, αφού ακριβώς μπροστά του υπήρχε μία ξύλινη σκάλα, η οποία σιγοκαιγόταν, και οδηγούσε προς τα πάνω.
Κινήθηκε αμέσως προς τα εκεί και ξεκίνησε να ανεβαίνει γοργά τα σκαλοπάτια. Όταν έφθασε στην κορυφή της σκάλας βρέθηκε μπροστά σε έναν μακρύ διάδρομο, γεμάτο πόρτες αριστερά και δεξιά του, οι οποίες είχαν παραδοθεί ήδη στις φλόγες. Στο τέρμα του διαδρόμου υπήρχε μία πόρτα και ήταν η μοναδική που δεν καιγόταν. Το κλάμα φαινόταν να προέρχεται από το συγκεκριμένο δωμάτιο.
Έτρεξε αμέσως προς τα εκεί και όταν έφθασε, έπιασε το πόμολο της πόρτας. Έβγαλε μία κραυγή πόνου, καθώς ένιωσε την παλάμη του να καίγεται, αλλά δεν τράβηξε το χέρι του. Γύρισε το πόμολο και άνοιξε την πόρτα.
Οι τοίχοι και το ταβάνι του δωματίου είχαν παραδοθεί στις φλόγες και η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Το μόνο που υπήρχε μέσα στο ευρύχωρο δωμάτιο ήταν μία ξύλινη κούνια, η οποία είχε λαμπαδιάσει και αυτή. Το μωρό έκλαιγε ακόμα. Εκείνος πανικόβλητος έβγαλε το σακάκι του και προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά της κούνιας. Μάταια όμως. Το σακάκι του άρπαξε αμέσως φωτιά και αναγκάστηκε να το πετάξει.
Στη συνέχεια, έσκυψε προς την κούνια και με τα δυο του χέρια έπιασε το μωρό. Ένιωσε τις φλόγες να γλείφουν το πρόσωπό του αλλά δεν πτοήθηκε. Πήρε το μωρό στην αγκαλιά του και άρχισε να τρέχει βήχοντας προς την έξοδο.
Έφθασε στη σκάλα και άρχισε να την κατεβαίνει γοργά. Πίσω άκουγε πράγματα να πέφτουν, αλλά δεν είχε το χρόνο να δει τι γίνεται. Ευχόταν μόνο να προλάβει να βγει έξω πριν καταρρεύσουν τα πάντα.
Κατέβηκε τη σκάλα και σχεδόν με ένα άλμα βγήκε από την εξώπορτα. Συνέχισε να τρέχει για λίγα μέτρα ακόμα, μέχρι που βρέθηκε στον δρόμο. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και ύστερα κοίταξε το μωρό στην αγκαλιά του για να δει αν ήταν καλά.
Η αγκαλιά του όμως ήταν άδεια. Δεν κρατούσε κανένα μωρό. Σαστισμένος κοίταξε πίσω του προς το σπίτι. Αλλά δεν υπήρχε κανένα σπίτι, μόνο δέντρα. Αμέσως μετά, κοίταξε την παλάμη του. Ένα στρογγυλό σε σχήμα, αλλά σοβαρό έγκαυμα ήταν εκεί.
Ξαφνικά, ένα έντονο φως τον τύλιξε. Έπειτα, δυνατοί ήχοι φρεναρίσματος ακούστηκαν. Μα ήταν ήδη αργά. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει την ώρα που ένα φορτηγό έπεφτε πάνω του με δύναμη...