Horror Stories Event - Story X - Το αγροτόσπιτο
Σε ένα απομακρυσμένο αγροτόσπιτο ζούσε ένας αγρότης, μεγάλος σε ηλικία, μαζί με τον γιο του. Γύρω από το σπίτι τους υπήρχαν τα χωράφια τους, που ως επί το πλείστον ήταν σπαρμένα με καλαμπόκια.
Ένα δειλινό μιας κουραστικής μέρας στα χωράφια απολάμβαναν τις μπύρες τους χαλαρώνοντας στην αυλή του σπιτιού τους. Είχε βραδιάσει πλέον, όταν η κούραση της ημέρας άρχισε να κάνει την εμφάνισή της. Σηκώθηκαν από τις καρέκλες με σκοπό να μπουν στο σπίτι τους. Σταμάτησαν όμως ξαφνιασμένοι, όταν άκουσαν παιδικά γέλια.
Κοίταξαν για μια στιγμή ο ένας τον άλλον αμίλητοι, μόλις άκουσαν ξανά χαχανητά να ηχούν από τα χωράφια τους. Φώναξαν μήπως ήταν κανένας εκεί ή χρειαζόταν κάτι, αλλά δεν πήραν καμία απάντηση.
Ξάφνου, μία συστάδα από καλαμπόκια στα αριστερά τους κουνήθηκε έντονα. Περίμεναν κάποιον να βγει από εκεί, μα κανείς δεν εμφανίστηκε. Τα καλαμπόκια σταμάτησαν να κουνιούνται. Αμέσως μετά, μία άλλη συστάδα ξεκίνησε να λικνίζεται, στα δεξιά τους αυτή τη φορά. Έπειτα, τα παιδικά γέλια ακούστηκαν ξανά από διάφορες κατευθύνσεις.
Έντρομοι και οι δύο, χωρίς να χάσουν λεπτό, έτρεξαν προς το σπίτι. Αφού μπήκαν μέσα, αμπάρωσαν την πόρτα. Στη συνέχεια, ο νεαρός άνδρας άνοιξε μία ντουλάπα, πήρε δύο καραμπίνες από μέσα και έδωσε τη μία στον πατέρα του. Ύστερα, έκατσαν σκοπιά στα παράθυρα, παρατηρώντας τι γίνεται απ' έξω.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τα καλαμπόκια χόρευαν μόνα τους, μιας και δυνατός άνεμος δεν υπήρχε. Τα χαχανητά συνεχίστηκαν και αυτά με πιο μεγάλη ένταση και έμοιαζαν να πλησιάζουν όλο και περισσότερο το μικρό αγροτόσπιτο.
Με το πρώτο φως της ανατολής τα πράγματα φάνηκαν να ηρεμούν. Οι έντρομοι άνδρες ένιωσαν μία μικρή ανακούφιση, αλλά δεν ήθελαν να ρισκάρουν να βγουν έξω ακόμα. Πέρασαν μερικές επιπλέον ώρες ηρεμίας, μέχρι που ο καυτός ήλιος βρισκόταν πια ψηλά στον ουρανό.
Κοίταξαν ο ένας τον άλλον και κατάλαβαν ότι είχε έρθει η ώρα να βγουν έξω και να ελέγξουν τι συνέβη εχθές το βράδυ στα χωράφια τους. Αμέσως, ο νεαρός άνδρας πήγε να ξεκλειδώσει την πόρτα. Προσπαθώντας να την ανοίξει, όμως, διαπίστωσε ότι αυτή είχε φρακάρει. Την τράβηξε με όλη του τη δύναμη, αλλά μάταια. Η πόρτα δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό.
Τότε, τα παιδικά χαχανητά ξανακούστηκαν. Αυτή τη φορά ήχησαν μέσα στο σπίτι…