Horror Stories Event - Story XI - Η μελωδία του θανάτου
Χτυπούσε τα δάχτυλα των χεριών του νευρικά πάνω στο ξύλινο τραπέζι. Στα δεξιά του βρισκόταν το βιολί του, σιωπηλό και ακίνητο. Το κοιτούσε με θλίψη και λαχτάρα, αλλά δεν το άγγιζε. Τράβηξε με δυσκολία το βλέμμα του και κοίταξε απέναντί του, εκεί όπου υπήρχε ένας μεγάλος καθρέπτης. Δεν άντεχε όμως να βλέπει την αντανάκλασή του. Σιχαινόταν τον εαυτό του. Έκλεισε τα μάτια του και συγκεντρώθηκε στον άχρωμο ήχο που έκαναν τα νευρικά του δάχτυλα.
Ξαφνικά, η πόρτα του μικρού δωματίου άνοιξε και ένας μεσήλικας αστυνομικός μπήκε μέσα. Στα χέρια του κρατούσε έναν μικρό φάκελο.
«Καλησπέρα, Όσβαλντ. Μπορώ να σε αποκαλώ Όσβαλντ, έτσι;» ρώτησε ο αστυνομικός και κάθισε αντίκρυ του. Εκείνος αρκέστηκε στο να γνέψει καταφατικά.
«Λοιπόν, Όσβαλντ. Έχω εδώ τρεις περιπτώσεις. Ένα θανατηφόρο ατύχημα, ένα εξίσου θανατηφόρο τροχαίο και μία δολοφονία. Και στα τρία αυτά γεγονότα ήσουν εκεί και έπαιζες μουσική με το βιολί σου. Θέλεις να μου το εξηγήσεις αυτό;»
«Δεν πιστεύω να θεωρείτε ότι εγώ είμαι υπαίτιος για όλα αυτά;» απάντησε με απολογητικό τόνο στη φωνή του ο Όσβαλντ.
«Όχι. Για την ώρα τουλάχιστον. Απλά μου φαίνεται περίεργο που μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα είσαι μάρτυρας και στις τρεις αυτές περιπτώσεις»
«Είμαι μουσικός» απάντησε εκείνος χαμηλόφωνα αλλά απότομα διακόπτοντας τον αστυνομικό.
«Ωραία. Αλλά δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει αυτό»
«Δεν μπορώ όμως να παίξω μουσική, παρά μόνο στην παρουσία του θανάτου»
Ο αστυνομικός έμεινε για λίγο αμίλητος. Στην αρχή έπνιξε με δυσκολία ένα χαμόγελο που πήγε να σχηματιστεί στα χείλη του. Ύστερα, άρχισε να βλέπει με καχυποψία τον περίεργο τύπο απέναντί του. Εν τέλει, συνέχισε τις ερωτήσεις.
«Για χάρη της συζήτησης, ας δεχτώ αυτό που μου λες. Πώς ξέρεις πού θα βρεις τον θάνατο, όπως τον αποκάλεσες;»
«Ακούω τη μελωδία»
«Ποια μελωδία;» ρώτησε πιο έντονα αυτή τη φορά ο αστυνομικός, δείχνοντας ότι άρχισε να εκνευρίζεται.
«Τη μελωδία του θανάτου! Την ακούω, την ακολουθώ και όσο πλησιάζω γίνεται πιο έντονη. Όπως τώρα!» αποκρίθηκε ο Όσβαλντ.
«Τι εννοείς…;» πήγε να ρωτήσει ο αστυνομικός, όμως τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός μέσα από το κτίριο.
Πετάχτηκε ξαφνιασμένος από την καρέκλα που καθόταν. Έτρεξε προς την πόρτα και μόλις την άνοιξε ακούστηκαν και άλλοι πυροβολισμοί. Αμέσως μετά, ήχησαν κραυγές πόνου και αγωνίας και ύστερα πάλι πυροβολισμοί. Όλο το αστυνομικό τμήμα ήταν σε αναβρασμό.
Έπειτα, η ένταση του θορύβου χαμήλωσε. Μία μελαγχολική μουσική πήρε τη θέση του. Γύρισε με αργές κινήσεις το σώμα του και είδε τον Όσβαλντ να παίζει με πάθος στο βιολί του την πιο όμορφη μελωδία που είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του.