Horror Stories Event - Story XIV - Η διαρροή
Κοιμόταν βαθιά όταν ένιωσε κάτι να στάζει πάνω του. Ξύπνησε, αλλά δεν έδωσε σημασία, και προσπάθησε να κοιμηθεί ξανά. Άλλη μία σταγόνα έπεσε στο μέτωπό του. Εκνευρισμένος σκουπίστηκε με το χέρι του, μα ένιωσε κάτι κολλώδες όταν έπιασε το μέτωπό του.
Αηδιασμένος σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο να δει τι ήταν αυτό. Άναψε το φως και είδε από τον καθρέπτη ότι στο κεφάλι και στα ρούχα του είχε χυθεί ένα κολλώδες καφετί υγρό. Έπειτα, κοίταξε το χέρι με το οποίο είχε σκουπίσει το μέτωπό του. Η γλίτσα υπήρχε και εκεί. Έφερε τα δάχτυλά του μπροστά από τη μύτη του και τα μύρισε. Ύστερα, έκανε πίσω το κεφάλι του από την έντονη δυσοσμία. Από το υγρό έβγαινε μία βαριά μυρωδιά σάπιου ξύλου και μούχλας.
Το επόμενο πρωί κάλεσε έναν υδραυλικό για να δει μήπως υπήρχε κάποια διαρροή στο σπίτι. Ο υδραυλικός όμως δεν βρήκε κάτι. Ήσυχος πως το γεγονός ήταν μεμονωμένο, συνέχισε την ημέρα του.
Τις επόμενες μέρες, όμως, η ίδια γλίτσα έπεφτε ανά τακτά χρονικά διαστήματα πάνω του σε διάφορα σημεία του σπιτιού. Αλλά μονάχα όπου βρισκόταν αυτός. Πουθενά αλλού σε ολόκληρο το σπίτι δεν υπήρχε κάποια ένδειξη αυτού του παχύρευστου υγρού. Όσους τεχνικούς και να έφερε, κανείς δεν έβρισκε τίποτα. Απηυδισμένος αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι του. Θα έμενε για λίγες μέρες σε μία φίλη του, μέχρι να βρει έναν άλλον κατάλληλο χώρο.
Μετά από αρκετές μέρες, ήταν το πρώτο βράδυ που κατάφερε να κοιμηθεί ήσυχος. Και το επόμενο πρωί η φίλη του του είχε ετοιμάσει και ένα πλούσιο πρωινό. Αφού συζήτησαν για το πρόβλημα του σπιτιού, είχαν και έναν μικρό καυγά. Την συμπαθούσε πολύ αυτήν την γυναίκα, όμως είχαν έναν τελείως διαφορετικό τρόπο σκέψης. Εκείνος ήταν προσγειωμένος και προσπαθούσε να λύσει κάθε πρόβλημα με τη λογική. Από την άλλη πλευρά, για εκείνη για κάθε πρόβλημα η λύση θα βρισκόταν στο μεταφυσικό. Όπως τώρα, που ο λόγος του τσακωμού ήταν ότι εκείνη ήταν σίγουρη ότι το σπίτι του ήταν στοιχειωμένο.
«Γιατί δεν φέρνεις ένα μέντιουμ να διαβάσει τον χώρο;» τον ρώτησε εκείνη, μα αυτός φαινόταν να εκνευρίζεται. «Τι έχεις να χάσεις;» συνέχισε χωρίς να δίνει σημασία στον εκνευρισμό του.
Μερικές μέρες αργότερα, αργά το απόγευμα, εκείνος με την φίλη του πήγαν στο σπίτι του.
Ο ίδιος, βέβαια, πήγε αναρωτώμενος πώς κατάφερε εκείνη και τον έπεισε να καλέσει ένα μέντιουμ. Έβρισκε όλη την ιδέα γελοία. Ωστόσο, ένα απόγευμα ήταν θα περνούσε.
Η πόρτα χτύπησε. Η γνωστή Σεράνα με το κληρονομικό χάρισμα ήταν στην ώρα της. Αφού την γύρισαν σε όλο το σπίτι, κάθισαν και οι τρεις σε ένα στρογγυλό τραπέζι. Η Σεράνα έκλεισε τα μάτια της. Έμοιαζε να προσπαθεί να νιώσει κάτι. Εκείνη την ώρα, αυτός έκανε νοήματα στην φίλη του, για το πόσο γελοία φαινόταν η όλη κατάσταση. Η φίλη του όμως δεν του έδινε σημασία. Ήταν προσκολλημένη με δέος στο μέντιουμ.
Ξαφνικά, η Σεράνα άνοιξε απότομα τα μάτια της. Οι άλλοι δύο την κοίταζαν σαστισμένοι. «Πρέπει να φύγουμε τώρα!» είπε κοφτά το μέντιουμ και σηκώθηκε απότομα από το τραπέζι.
Εκείνη τη στιγμή, το πάτωμα άρχισε να δονείται σαν να γινόταν σεισμός. Οι τοίχοι πάλλονταν, λες και ήταν κατασκευασμένοι από κάποιο ελαστικό υλικό, ενώ ένα βαθύ βουητό ακουγόταν σε ολόκληρο το σπίτι. Και αυτή τη φορά, η γλίτσα έσταζε από παντού.
Χωρίς να χάσουν χρόνο, βγήκαν και οι τρεις τρέχοντας από το καταραμένο σπίτι. Σταμάτησαν να πάρουν μερικές ανάσες, με το βουητό να ακούγεται ακόμα στο σπίτι πίσω τους.
«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε εκείνος, που για πρώτη φορά στη ζωή του ήταν τόσο τρομαγμένος.
«Το σπίτι... Το σπίτι είναι πεινασμένο…» απάντησε η Σεράνα ακόμα λαχανιασμένη.