Horror Stories Event - Story XIX - Ο χαμένος σκύλος
Σε ένα μικρό σπίτι, σε μία ήσυχη γειτονιά, ζούσε μία οικογένεια με ένα κοριτσάκι. Όλοι στη γειτονιά ήξεραν ότι ήταν μία ήσυχη και αγαπημένη οικογένεια. Όταν όμως έκλειναν οι πόρτες του σπιτιού, τότε το πραγματικό πρόσωπο των γονιών έκανε την εμφάνισή του. Αγάπη προς το κοριτσάκι δεν υπήρξε ποτέ. Και σε καθημερινή βάση εκείνη γινόταν αποδέκτης τόσο της ψυχολογικής όσο και της σωματικής βίας που της ασκούσαν οι γονείς της.
Η μόνη ηλιαχτίδα ευτυχίας που είχε η κοπέλα ήταν ένα κουτάβι που της το είχε χαρίσει ένας γείτονας. Οι γονείς της ποτέ δεν ήθελαν το σκυλάκι και πάντα έβρισκαν δικαιολογίες για να το διώξουν. Δεν το έκαναν, όμως, για να τηρήσουν τα προσχήματα και την εικόνα που είχαν δημιουργήσει για τους εαυτούς τους.
Πέρασε ένας χρόνος και το κουτάβι είχε γίνει ένας πανέμορφος σκύλος. Το κορίτσι κάθε φορά που ήταν μαζί του χαμογελούσε και ένιωθε ευτυχισμένο. Αυτή η ευτυχία, βέβαια, ήταν η αιτία για περισσότερη βία από τους γονείς της. Όμως, δεν την ένοιαζε πλέον. Όσο είχε το σκυλάκι της θα τα άντεχε όλα.
Ωστόσο, ένα βράδυ ο σκύλος εξαφανίστηκε. Οι γονείς με φανερό ενδιαφέρον για την τύχη του ζωντανού ζήτησαν βοήθεια από τους γείτονές τους, ώστε να το βρουν. Έψαξαν για αρκετές μέρες, αλλά δεν εντόπισαν κανένα ίχνος του.
Το κορίτσι έπεσε σε κατάθλιψη. Μέρα με τη μέρα μαράζωνε. Είχε χάσει κάθε ελπίδα και χαρά στη ζωή της. Στο μυαλό της άρχισε να στριφογυρίζει η ιδέα ότι δεν υπήρχε κανένα νόημα στο να ζει. Έτσι, ένα μοιραίο βράδυ αποφάσισε πως σήμερα θα έδινε τέλος στη ζωή της.
Εκείνη την στιγμή, άκουσε γαβγίσματα από την αυλή. Ένα οικείο γάβγισμα που την έκανε να τρέξει στην πόρτα. Όταν την άνοιξε, ο σκύλος της έστεκε ακριβώς πίσω της και άρχισε να κουνάει την ουρά του χαρούμενος που την είδε. Το κορίτσι κλαίγοντας τον αγκάλιασε και τον χάιδευε.
Ύστερα, χαρούμενη κι εκείνη, γύρισε το κεφάλι της πίσω και είδε τους γονείς της να στέκονται σαν αγάλματα με μία έκφραση τρόμου στα πρόσωπά τους.
«Δεν μπορεί να βρίσκεσαι εδώ! Σε σφάξαμε με τα ίδια μας τα χέρια» είπε με τρεμάμενη φωνή η μάνα.
Ο σκύλος άρχισε να γρυλίζει προς το μέρος τους. Στη συνέχεια, έκανε μερικά βήματα και βρέθηκε ανάμεσα στο κορίτσι και τους γονείς του. Ξαφνικά, το σώμα του άρχισε να διογκώνεται μέχρι που έγινε διπλάσιος σε μέγεθος, και το τρίχωμά του έγινε μαύρο σαν πίσσα. Τα μάτια του πήραν ένα λαμπερό κόκκινο χρώμα.
Πριν προλάβουν οι γονείς να αντιδράσουν, ο σκύλος όρμησε στην μάνα. Πήδηξε πάνω της και με το βάρος του σώματός του την έριξε κάτω, με αποτέλεσμα να βρεθεί να στέκεται πάνω στο κορμί της. Άνοιξε το τεράστιο στόμα του και δάγκωσε με βία τον λαιμό της, ξεσκίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι σάρκας. Όσο η γυναίκα έβγαζε την τελευταία της πνοή, ο σκύλος πετάχτηκε προς τον άνδρα. Τον δάγκωσε με μανία στο γόνατο ακρωτηριάζοντάς του πόδι. Ο πανικόβλητος άνδρας σωριάστηκε στο έδαφος, ενώ ο σκύλος συνέχισε να τον ξεσκίζει με τα δόντια του, ώσπου το άψυχο κορμί του σταμάτησε να κουνιέται.
Έπειτα, ο σκύλος γύρισε προς το κορίτσι. Το σώμα του άρχισε να συρρικνώνεται, μέχρι που έφτασε στο κανονικό του μέγεθος. Το τρίχωμά του πήρε σταδιακά το χρυσαφί χρώμα που είχε αρχικά. Πλησίασε το κορίτσι του και τράβηξε απαλά με το στόμα του το χέρι της, κάνοντάς της νόημα να φύγουν.
Το κορίτσι είχε μείνει ατάραχο μπροστά στο θέαμα που αντίκρισε προηγουμένως. Δεν φοβήθηκε και ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω της.
Χάιδεψε στοργικά τον σκύλο της και ύστερα χάθηκαν και οι δύο μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.