Horror Stories Event - Story XVII - Τελευταία μέρα
Κοιτούσε το αυριανό πρόγραμμα γεμάτος ανυπομονησία. Αύριο ήταν η τελευταία του μέρα στη δουλειά. Ύστερα από σαράντα χρόνια εργασίας ως φύλακας, επιτέλους θα έβγαινε στη σύνταξη.
Υπήρχαν φήμες στην εταιρεία που δούλευε πως, για την τελευταία μέρα των εργαζομένων, οι υπεύθυνοι πάντα είχαν μία έκπληξη σχεδιασμένη για να τιμήσουν τα χρόνια εργασίας των εν λόγω υπαλλήλων στην εταιρεία. Το πόστο στο οποίο τον τοποθέτησαν για αύριο μόνο κάτι ιδιαίτερο δεν ήταν. Θα φυλούσε μία αποθήκη αρκετά μακριά από την πόλη. Δεν είχε δουλέψει ποτέ ξανά εκεί και δεν γνώριζε καν την ύπαρξή της μέχρι σήμερα.
Την επόμενη μέρα απογοητευμένος έφθασε τη συνηθισμένη του ώρα στην εταιρεία. Από εκεί τον πήραν με ένα εταιρικό όχημα και μετά από δύο ώρες ταξίδι τον άφησαν σε ένα σχετικά μεγάλο οικοδόμημα, χτισμένο πραγματικά στη μέση του πουθενά.
Κάνοντας υπομονή να περάσει και αυτή η μέρα ξεκίνησε να κάνει τη δουλειά του. Έλεγξε περιμετρικά το οίκημα και βεβαιώθηκε ότι όλες οι πόρτες ήταν κλειδωμένες. Έπειτα, στάθηκε μπροστά από την κεντρική είσοδο και περίμενε να σχολάσει κοιτώντας συχνά το ρολόι του.
Μερικές ώρες αργότερα, άκουσε κάτι θορύβους πίσω του που προέρχονταν μέσα από το κτίριο. Ξαφνιασμένος έκανε μερικά βήματα προς την πόρτα η οποία ήταν μισάνοιχτη. Προβληματισμένος, γιατί ήταν σίγουρος ότι ήταν κλειδωμένη, την άνοιξε προσεκτικά και μπήκε στο κτίριο. Άναψε τον φακό του και φώναξε αν ήταν κάποιος μέσα, αλλά απάντηση δεν πήρε.
Προχώρησε προσεχτικά μερικά βήματα προς το εσωτερικό της αποθήκης και προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε ότι ήταν άδεια. Καθώς προχωρούσε ενδότερα, άκουσε ήχους που έμοιαζαν με ομιλίες. Ήταν βέβαιος ότι υπήρχαν κλέφτες, αλλά δεν του έβγαζε κάποιο νόημα, μιας και δεν υπήρχε τίποτα να κλέψουν εδώ.
Άρχισε να κατευθύνεται προς τις ομιλίες και ύστερα από λίγο βρέθηκε μπροστά σε μία ξύλινη πόρτα. Κάτω από τη χαραμάδα της έβγαινε φως. Σίγουρος ότι θα έπιανε τους κλέφτες στα πράσα, άνοιξε την πόρτα απότομα.
Αντί όμως για κλέφτες, αντίκρυσε καμιά εικοσαριά καλοντυμένους ανθρώπους να κάθονται περιμετρικά γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με ακριβά σερβίτσια. Τους μισούς από αυτούς δεν τους είχε δει πότε. Από αυτούς που γνώριζε, οι περισσότεροι ήταν στελέχη της εταιρείας στην οποία δούλευε. Και στην κορυφή του τραπεζιού ήταν η πρόεδρος της εταιρείας.
Ο φύλακας χαλάρωσε όταν τους είδε, θεωρώντας ότι αυτή ήταν η έκπληξη που του ετοίμαζαν. Κοίταξε γύρω του και τους είδε όλους να του χαμογελούν.
«Παρακαλώ, κάθισε» του είπε η πρόεδρος. Εκείνος χαρούμενος πήγε να κάτσει, μα διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε ελεύθερη θέση. Όλες οι καρέκλες ήταν κατειλημμένες.
«Πού να καθίσω;» ρώτησε προβληματισμένος.
«Μα στην καλύτερη θέση, βέβαια!» του απάντησε η πρόεδρος και έδειξε με το χέρι της τη μεγάλη και άδεια πιατέλα που βρισκόταν στο κέντρο του τραπεζιού.
Ο φύλακας τα έχασε. Σαστισμένος τους κοίταξε ξανά. Αυτή τη φορά το βλέμμα τους είχε αλλάξει. Τον κοιτούσαν όλοι με λαχτάρα, ενώ σε κάποιους έτρεχαν σάλια από το στόμα τους.
Έντρομος πέταξε κάτω τον φακό του και πήγε να φύγει τρέχοντας. Οι καλεσμένοι τότε όρμησαν πάνω του, σαν πεινασμένα αγρίμια, με φωνές και γρυλίσματα. Κατάφερε και έτρεξε μερικά μέτρα όταν ένιωσε ένα τράβηγμα στο πόδι του. Έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε στο έδαφος.
Πριν προλάβει να καταλάβει τι έγινε, ένιωσε έναν πόνο από δαγκωματιά στο πόδι του. Αμέσως μετά, ουρλιαχτά πόνου πήραν σειρά, καθώς δεκάδες χέρια έσχιζαν τη σάρκα από το σώμα του με τα μυτερά τους νύχια.