Horror Stories Event - Story XVIII - Το στοιχειωμένο σπίτι
Το μικρό αγόρι κοιμόταν ήσυχο στο κρεβάτι του, όταν ξύπνησε ξαφνικά από έναν απροσδιόριστο θόρυβο. Κοίταξε μέσα στο σκοτάδι να δει τι ακούστηκε, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Άπλωσε το χεράκι του για να ανάψει το φωτιστικό που ήταν δίπλα στο κομοδίνο του. Το φως όμως δεν άναψε.
Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι και περπάτησε βιαστικά προς την πόρτα του δωματίου του όπου υπήρχε ένας διακόπτης. Αφού έφθασε εκεί, πάτησε τον διακόπτη, αλλά ούτε και η λάμπα άναψε.
Φανερά τρομαγμένο άνοιξε αργά την πόρτα και φώναξε την μητέρα του. Απάντηση, όμως, δεν πήρε. Φώναξε ξανά και ξανά, μα και πάλι τίποτα.
Βγήκε από το δωμάτιο και ξεκίνησε να περπατάει κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά του. Άκουσε βαριά βήματα πίσω του, αλλά δεν τόλμησε να κοιτάξει. Κλαίγοντας, αύξησε το βήμα του, φωνάζοντας ξανά την μητέρα του. Καμία ανταπόκριση και πάλι.
Ξάφνου, μία αιθέρια γυναικεία φιγούρα που αιωρούνταν, πέρασε κάθετα από μπροστά του και χάθηκε ξανά περνώντας μέσα από τον τοίχο στην απέναντι πλευρά. Το αγόρι έμεινε να την κοιτάει αποσβολωμένο και, όταν το πεδίο ήταν ελεύθερο, το έβαλε στα πόδια ξανά.
Είχε φθάσει πλέον στο τέλος του διαδρόμου όπου υπήρχε μία σκάλα. Κατέβηκε γοργά τα σκαλοπάτια και βρήκε τον εαυτό στο ισόγειο του σπιτιού. Ένιωσε λίγο πιο ήρεμο διότι εντόπισε τη μία και μοναδική πηγή φωτός σε ολόκληρο το σπίτι, η οποία έμοιαζε να προέρχεται από την κουζίνα.
Καθώς πλησίαζε προς τα εκεί, άκουσε κλάματα να έρχονται από το δωμάτιο. Μόλις έφθασε, είδε την μητέρα του ντυμένη στα μαύρα να κλαίει στον πάγκο της κουζίνας.
«Μαμά, γιατί κλαις;» ρώτησε το αγόρι, αλλά η μητέρα του δεν απάντησε. Εκείνο αμέσως την πλησίασε και την σκούντηξε, μα εκείνη δεν γύρισε προς το μέρος του. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο σε κάτι που κρατούσε στα χέρια της.
Επειδή ο πάγκος ήταν ψηλός, το αγόρι με μεγάλη δυσκολία προσπάθησε να σκαρφαλώσει πάνω του. Μόλις τα κατάφερε, κοίταξε αμέσως αυτό που κρατούσε η μάνα του και της είχε τραβήξει τόσο πολύ την προσοχή.
Στα χέρια της κρατούσε σφιχτά μία φωτογραφία του αγοριού, την οποία την πότιζαν τα δάκρυά της. Το αγόρι φανερά έντρομο την κοίταξε κατάματα.
«Μαμά, γιατί δεν με βλέπεις;»