Horror Stories Event - Story XXII - Η κλειδωμένη πόρτα
Είχε περάσει μία εβδομάδα από τη στιγμή που είχε ξεκινήσει τις εργασίες στο καινούργιο του σπίτι. Το βρήκε σε τιμή ευκαιρίας, αλλά το οίκημα ήθελε γενική ανακαίνιση. Δεν τον ενοχλούσε αυτό. Του άρεσε η χειρωνακτική εργασία.
Σήμερα είχε αναλάβει να φτιάξει το δωμάτιο που προόριζε να γίνει το γραφείο του. Ξεκίνησε πρώτα την επίμονη εργασία αφαίρεσης της παλιάς ταπετσαρίας από τους τοίχους. Καθώς αφαιρούσε ένα μεγάλο κομμάτι, έκπληκτος ανακάλυψε μία παλιά κατάμαυρη ξύλινη πόρτα στον τοίχο. Περίεργος πήγε να την ανοίξει, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν κλειδωμένη. Αμέσως πήγε και έφερε τα κλειδιά που του έδωσαν για όλα τα δωμάτια. Αφού τα δοκίμασε όλα, αντιλήφθηκε ότι κανένα δεν ταίριαζε. Απογοητευμένος, λοιπόν, συνέχισε τις εργασίες του.
Την επόμενη μέρα κάλεσε έναν κλειδαρά, μα ούτε και αυτός κατάφερε να την ανοίξει. Προβληματισμένος κοίταξε τα σχέδια του σπιτιού. Και πάλι καμιά απάντηση για το πού οδηγεί η πόρτα, μιας και δεν φαινόταν να υπάρχει κάποιο άλλο δωμάτιο πίσω της. Είχε μιλήσει και με το μεσιτικό γραφείο για να έρθει σε επικοινωνία με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Εν τέλει, εκείνος αγνοούσε παντελώς την ύπαρξη της μαύρης πόρτας.
Η μόνη λύση που είχε ήταν να την αγνοήσει. Αλλά είχε πάθει μία εμμονή με αυτήν την πόρτα και δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του.
Τότε, άρχισε να ρωτάει τους κατοίκους της περιοχής πληροφορίες για τους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Οι πληροφορίες αυτές τον οδήγησαν να περνάει τις επόμενες μέρες στην τοπική βιβλιοθήκη ψάχνοντας σε παλιές εφημερίδες για την ιστορία του σπιτιού. Ύστερα από πολύ έρευνα, βρήκε τον πρώτο ιδιοκτήτη του σπιτιού. Στη συνέχεια, ξεκίνησε να ψάχνει το όνομά του και βρήκε μόνο έναν με αυτό το όνομα στην περιοχή.
Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο πήρε το αυτοκίνητό του και πήγε να τον βρει. Έψαχνε αρκετή ώρα στην εξοχή μέχρι επιτέλους να βρει το απομακρυσμένο αρχοντικό που γύρευε. Το αμάξι δεν είχε σταματήσει καλά καλά όταν αυτός πετάχτηκε έξω και έτρεξε προς την πόρτα. Μόλις έφθασε, χτύπησε με δύναμη το ρόπτρο και περίμενε.
Ύστερα από λίγο, η βαριά πόρτα άνοιξε και ένας πολύ ηλικιωμένος άνδρας έκανε την εμφάνισή του. Πριν προλάβει να ρωτήσει ο γέροντας κάτι, εκείνος του είπε όλη την ιστορία για το πώς και γιατί τον έψαχνε. Ο γέροντας άκουγε υπομονετικά τον νεαρό συνομιλητή του.
«Είσαι σίγουρος για αυτό που μου ζητάς;» ρώτησε ο γέρος άνδρας. Εκείνος σαστισμένος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
Ο γέροντας μπήκε στο σπίτι και λίγα λεπτά αργότερα βγήκε ξανά κρατώντας ένα μακρύ μεταλλικό κλειδί, το οποίο και παρέδωσε στον άνδρα. Εκείνος αποχαιρέτησε τον γέρο και έφυγε βιαστικά για να επιστρέψει στο σπίτι του.
Όταν πια έφθασε στο οίκημα, έτρεξε στο δωμάτιο που ήταν η μαύρη πόρτα. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα και το γύρισε. Ένας χαρακτηριστικός ήχος ακούστηκε και η πόρτα φάνηκε να ξεκλειδώνει.
Ενθουσιασμένος πήγε να την ανοίξει, αλλά πριν προλάβει να την πιάσει, η πόρτα άρχισε να ανοίγει αργά αργά μόνη της. Η πόρτα δεν είχε ανοίξει ούτε μέχρι τη μέση όταν ξαφνικά ένα τεράστιο εβένινο πλοκάμι, με μία σκιώδη αύρα γύρω του, πετάχτηκε από πίσω της.
Ο άνδρας έντρομος προσπάθησε να τρέξει μακριά, μα το πλοκάμι τυλίχτηκε στο πόδι του και τον έριξε κάτω. Αμέσως μετά, άρχισε να τον τραβάει προς την ανοιχτή πλέον πόρτα και το απύθμενο σκοτάδι που υπήρχε πίσω της. Εκείνος προσπαθούσε να κρατηθεί από οπουδήποτε. Αλλά μάταια. Το πλοκάμι τον τραβούσε ανενόχλητο.
Οι φωνές του άνδρα σταμάτησαν όταν χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Τότε, η πόρτα έκλεισε απότομα. Ύστερα, το κλειδί γύρισε μόνο του, κλείδωσε την πόρτα και πετάχτηκε με δύναμη από την κλειδαρότρυπα. Δεν έπεσε κάτω, αλλά εξαφανίστηκε στον αέρα.
Και ξαφνικά ο ήχος του κλειδιού που έπεσε στο πάτωμα ακούστηκε. Ο γέροντας το σήκωσε περίλυπος και το τοποθέτησε σε ένα μαύρο ξύλινο σεντούκι. Περιμένοντας πλέον τον επόμενο που θα το αναζητούσε.