Horror Stories Event - Story XXVI - Οι μάσκες
Είχε ξημερώσει ακόμα ένα όμορφο ανοιξιάτικο πρωινό. Η Τζένη άνοιξε ευδιάθετη την πόρτα του σπιτιού της. Όπως πάντα, στο περβάζι υπήρχε ένα καλάθι με τρόφιμα και ένα μπουκάλι με φρέσκο γάλα. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της, πάντα έβρισκε πράγματα που χρειαζόταν κάθε μέρα έξω από την πόρτα της. Αφού τα τακτοποίησε, βγήκε στην αυλή. Ανέβηκε στο ποδήλατό της και ξεκίνησε για την καθιερωμένη της πρωινή βόλτα.
Έμενε σε ένα μικρό σπίτι στην άκρη του δρόμου. Ο οικισμός είχε μια ντουζίνα πανομοιότυπα σπίτια. Κάποια μεγαλύτερα κάποια μικρότερα, αλλά ο σχεδιασμός τους ήταν ο ίδιος. Χωρίζονταν από έναν πετρόχτιστο δρόμο, ενώ γύρω από τον οικισμό υπήρχε ένας καταπράσινος κάμπος που απλωνόταν μέχρι εκεί που έφθανε το μάτι.
Στις βόλτες της η Τζένη σπάνια έβλεπε κάποιον από τους γείτονές της. Και αν συναντούσε κάποιον από αυτούς, ήταν πάντα ευγενικοί προς το μέρος της. Σήμερα δεν συνάντησε κανέναν. Έφθασε γρήγορα στο τέλος του δρόμου και στη συνέχεια ακολούθησε ένα μικρό μονοπάτι που οδηγούσε μέσα στον κάμπο.
Για αρκετή ώρα περνούσε ανάμεσα από τα λουλούδια, απολαμβάνοντας τις όμορφες μυρωδιές τους. Ξαφνικά, σταμάτησε απότομα. Χωρίς να το καταλάβει είχε φθάσει στα όρια της βόλτας της. Μπροστά της υπήρχε μία σκουρόχρωμη γραμμή στο έδαφος. Ήταν φτιαγμένη από ένα μαύρο υλικό, το οποίο δεν γνώριζε τι ήταν και το κέντρο του το διαπερνούσε παράλληλα μία λευκή γραμμή.
Μία γριά γειτόνισσα της είχε εξηγήσει ότι αυτό ήταν ένας δρόμος που είχαν φτιάξει οι πρόγονοί τους και πως ποτέ δεν έπρεπε να τον περάσουν ή να τον ακολουθήσουν γιατί κάτι πολύ κακό θα συμβεί.
Πολλές φορές είχε την περιέργεια να κάνει κάτι από τα δύο, αλλά όπως και σήμερα, δεν τολμούσε να το κάνει. Χωρίς να το σκεφτεί παραπάνω, πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Καθώς πλησίαζε προς το σπίτι της, παρατήρησε ότι σε ένα από τα σπίτια της γειτονιάς η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Δεν είχε επισκεφτεί κανένα από τα άλλα σπίτια ποτέ της και πάντα είχε την περιέργεια να δει πώς ήταν μέσα.
Κατέβηκε από το ποδήλατό της και έπειτα κοίταξε γύρω της μήπως την έβλεπε κανείς. Ύστερα, προχώρησε προς την ανοιχτή πόρτα. Την χτύπησε μερικές φορές και αφού δεν απάντησε κάποιος προχώρησε με αργά βήματα προς το εσωτερικό του σπιτιού.
Προς μεγάλη της έκπληξη το σπίτι ήταν εντελώς άδειο. Δεν υπήρχαν καθόλου έπιπλα και ήταν γεμάτο σκόνη. Μόνο κάποιες πατημασιές υπήρχαν στο πάτωμα που οδηγούσαν προς το τέλος του σπιτιού.
Τις ακολούθησε και βρέθηκε μπροστά από μία άλλη ανοιχτή πόρτα με σκαλοπάτια που οδηγούσαν προς τα κάτω. Άκουσε ομιλίες να έρχονται από το υπόγειο και η περιέργειά της μεγάλωσε. Άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα η οποία φαινόταν να οδηγεί σε ένα μεγάλο δωμάτιο.
Το πρώτο πράγμα που είδε όταν έφθασε, ήταν ένας τοίχος με περίπου είκοσι μάσκες κρεμασμένες πάνω του. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά γρήγορα όταν αντιλήφθηκε ότι οι μισές από αυτές έμοιαζαν στους γείτονές της. Έμεινε να τις κοιτάει αποσβολωμένη, μιας και δεν είχε ξανανιώσει τρόμο στη ζωή της και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.
Στη συνέχεια, το μάτι της έπεσε πάνω σε ένα κουτί που υπήρχε κάτω από τις μάσκες. Μέσα στο κουτί υπήρχαν κινούμενες εικόνες και φωνές πολλών διαφορετικών ατόμων. Είδε για πρώτη φορά στη ζωή της έναν διαφορετικό κόσμο με μεγάλους δρόμους και δεκάδες ανθρώπους να περπατούν παράλληλα σε αυτούς.
Έπειτα, μία εικόνα με ένα μικρό κορίτσι εμφανίστηκε στο κουτί. Μία γυναικεία φωνή εξηγούσε ότι πέρασαν δώδεκα χρόνια από την απαγωγή του συγκεκριμένου κοριτσιού. Και αμέσως μετά, ένα σκίτσο εμφανίστηκε για το πώς θα ήταν σήμερα το κορίτσι σε ηλικία δεκαέξι ετών.
Η Τζένη για άλλη μια φορά τα έχασε, διότι κατάλαβε ότι έμοιαζε πολύ με το κορίτσι του σκίτσου. Έκανε μερικά βήματα πίσω σαστισμένη και τότε άκουσε βήματα στη σκάλα.
Γύρισε απότομα το σώμα της και είδε έναν άνδρα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ να στέκεται μπροστά της.
«Δεν έπρεπε να είσαι τόσο περίεργη. Αλλά είναι αργά πλέον» της είπε με τη βαριά φωνή του.
Το κορίτσι άρχισε να κλαίει. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά φωνή δεν έβγαινε.
«Θα πρέπει να απαγάγω ένα άλλο παιδί τώρα. Αλλά τουλάχιστον θα έχω μία καινούργια μάσκα να φορέσω» μονολόγησε και έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του ένα λεπτό και αιχμηρό αντικείμενο καθώς την πλησίαζε.