Horror Stories Event - Story XXVIII - Η γκαλερί
Στους κύκλους των φίλων της τέχνης συχνά συζητιέται το φαινόμενο της μυστηριώδους γκαλερί. Ο λόγος που η συγκεκριμένη γκαλερί είναι διάσημη, οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο διαφημίζεται. Ανοίγει ξαφνικά σε κάποια πόλη και οι τοπικοί ενδιαφερόμενοι ενημερώνονται με ένα τηλεφώνημα από κάποιον άγνωστο αριθμό. Εκείνοι πρέπει τότε να βιαστούν, γιατί η γκαλερί θα παραμείνει ανοιχτή για λίγες μόνο ώρες.
Κανένας δεν γνωρίζει σε ποιον ανήκει, ενώ άγνωστοι παραμένουν ο/η δημιουργός ή οι δημιουργοί των πινάκων που εκτίθενται. Ένα ακόμα στοιχείο που κάνει αυτή τη γκαλερί διάσημη, είναι η φήμη πως κανείς δεν κατάφερε ποτέ να δει όλους τους πίνακες.
Αυτή τη φορά η γκαλερί άνοιξε στην Αθήνα. Η Ματίνα και ο Πέτρος, ένα φιλότεχνο ζευγάρι, είχαν ενημερωθεί ξαφνικά και τώρα βρίσκονταν βιαστικοί στο δρόμο για να προλάβουν.
Όταν έφθασαν, το πρώτο σοκ της βραδιάς το ένιωσαν βλέποντας τα άτομα που έβγαιναν από τη γκαλερί. Κάποιοι παραπατούσαν, ενώ κάποιοι άλλοι προχωρούσαν υποβασταζόμενοι από τρίτους. Τα πρόσωπα μερικών είχαν την έκφραση της αηδίας ζωγραφισμένη πάνω τους. Και μία μερίδα εξ αυτών έκανε εμετό στην άκρη του δρόμου.
Όλο αυτό το σκηνικό έξαψε την περιέργεια του ζευγαριού, οι οποίοι χωρίς να χάσουν χρόνο μπήκαν αμέσως στο κτίριο. Στην υποδοχή δεν υπήρχε κανένας και εκ πρώτης όψεως δεν φαινόταν να υπήρχε καθόλου προσωπικό στον χώρο.
Προχώρησαν ενδότερα και με τους πρώτους πίνακες που είδαν κατάλαβαν τη θεματολογία της έκθεσης. Ήταν ο θάνατος. Οι πίνακες είχαν γραφικές αναπαραστάσεις από νεκρούς σε πεδία μαχών, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε νοσοκομεία κλπ. Καθώς προχωρούσαν οι πίνακες γίνονταν πιο προσωποποιημένοι. Απεικονίζονταν λιγότερα άτομα με πιο πολλές λεπτομέρειες στα πτώματά τους. Παράλληλα, όσο πιο μέσα προχωρούσαν τόσο λιγότεροι επισκέπτες υπήρχαν.
Σε αυτό το σημείο η Ματίνα άρχισε να νιώθει περίεργα. Δεν ένιωθε καλά και ήθελε να φύγει. Ο Πέτρος δεν την εμπόδισε, αλλά εκείνος θα συνέχιζε μόνος του. Σε παλαιότερη συζήτησή τους είχαν συμφωνήσει ότι αν κατάφερναν κάποια στιγμή να επισκεφτούν τη συγκεκριμένη γκαλερί, θα ήταν οι πρώτοι που θα έφταναν ως το τέλος και θα έβλεπαν όλους τους πίνακες. Η Ματίνα το θυμόταν αυτό, έσφιξε τα δόντια της και αποφάσισε να συνεχίσει συνοδεύοντας τον σύντροφό της.
Συνέχισαν να προχωρούν, ώσπου έφθασαν σε ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο. Εδώ οι πίνακες ήταν ατομικοί. Υπήρχαν αναπαραστάσεις από φριχτούς θανάτους που είχαν συμβεί σε μεμονωμένα άτομα.
Η Ματίνα δεν άντεξε άλλο. Αυτοί οι πίνακες ήταν τόσο ρεαλιστικοί, που της έδωσαν την αίσθηση ότι έβλεπε ζωντανά τον θάνατο αυτών των άτυχων ανθρώπων. Έκλεισε αμέσως τα μάτια της, έπιασε το χέρι του Πέτρου και άφησε τον εαυτό της να οδηγείται από εκείνον. Αν είχε κρατήσει ανοιχτά τα μάτια της θα είχε παρατηρήσει τον σύντροφο της, ο οποίος δεν κοιτούσε πλέον τα έργα, αλλά περπατούσε σαν υπνωτισμένος προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Μετά από λίγη ώρα ο Πέτρος σταμάτησε να περπατάει. Η Ματίνα άνοιξε διστακτικά τα μάτια της.
Τότε, είδε τον Πέτρο να παρατηρεί έντονα έναν πίνακα. Ο πίνακας αυτός ήταν διαφορετικός από τους υπόλοιπους. Δεν αναπαριστούσε κάποιον θάνατο, αλλά ήταν γεμάτος πολύχρωμες σπείρες. Και το πιο σημαντικό ήταν ότι δεν υπήρχε άλλος πίνακας μετά από αυτόν. Είχαν φθάσει στο τέλος της έκθεσης. Ήταν οι πρώτοι που τα κατάφεραν.
Εντελώς ξαφνικά, όμως, ο Πέτρος γλίστρησε από το χέρι της. Έπειτα, έτρεξε με όλη του δύναμη και έπεσε σε μία κολώνα που υπήρχε κοντά. Το κεφάλι του πήρε μια περίεργη κλίση καθώς ο αυχένας του έσπασε και το σώμα του σωριάστηκε στο έδαφος.
Η Ματίνα σαστισμένη, ούρλιαξε με λυγμούς. Προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια αλλά δεν υπήρχε κανένας άλλος στο δωμάτιο. Προσπάθησε να πάει κοντά του, αλλά το σώμα της είχε παγώσει από το σοκ. Ύστερα, κοίταξε ασυναίσθητα προς τον πίνακα που πριν λίγο έβλεπε ο σύντροφός της.
Ο πίνακας είχε μετακινηθεί μία θέση. Και στο κενό που άφησε, ένας νέος πίνακας άρχισε να δημιουργείται από μόνος του. Η Ματίνα ούρλιαξε ξανά, από τρόμο αυτή τη φορά, αφού στον νέο πίνακα απεικονιζόταν το πτώμα του Πέτρου, ακριβώς όπως ήταν τώρα ο ίδιος. Η καρδιά της δεν άντεξε. Έπιασε το στήθος της, καθώς έπεφτε αργά στο πάτωμα.
Λίγο πριν πεθάνει μπόρεσε και είδε έναν καινούργιο πίνακα να δημιουργείται δίπλα στον πίνακα του αγαπημένου της Πέτρου. Ήταν ο δικός της, με μια έκφραση τρόμου να είναι αποτυπωμένη στο πρόσωπό της.