Η καταδίωξη
Έτρεχε φοβισμένη και βρεγμένη μέχρι το κόκαλο ανάμεσα στα πυκνά δέντρα που απάρτιζαν το αρχαίο αυτό δάσος. Στην αγκαλιά της κρατούσε τον τετράχρονο γιο της. Το παιδί ήταν σοκαρισμένο και αρκετή ώρα τώρα δεν μιλούσε ούτε έκλαιγε. Το μόνο που έκανε ήταν να κρατάει σφιχτά την μητέρα του.
Γυρνούσε συνέχεια και κοιτούσε πίσω από τον ώμο της. Δεν έβλεπε τίποτα, παρά μόνο συστάδες από δέντρα. Και αυτός ο τσιριχτός ήχος, σαν κλάμα μικρού παιδιού, ακουγόταν παντού γύρω τους και όλο τους πλησίαζε.
Η γυναίκα κράτησε πιο σφιχτά το παιδί της που έμοιαζε να τρέμει ολόκληρο. Έπρεπε να βρουν κάποιο μέρος να στεγνώσουν και να ζεσταθούν. Αλλά αυτή η καταραμένη βροχή δεν βοηθούσε.
Μέσα στην απελπισία της, κατάφερε να βρει μία δόση ελπίδας. Ένα ποτάμι με αγριεμένα νερά κατέβαινε πλέον μπροστά της. Σαν δώρο θεού ή κάποιου σαδιστή δαίμονα, μία βάρκα ήταν δεμένη στην όχθη. Μία βάρκα που θα της έδινε την ευκαιρία να σωθεί εκείνη και ο γιος της ή θα τους χάριζε έναν βασανιστικό θάνατο στα παγωμένα νερά.
Η βάρκα άρχισε να καλπάζει στην αγριεμένη ροή του ποταμού και στην όχθη μία παιδική φωνή ακούστηκε να φωνάζει «Μαμά, μαμά μην με αφήνεις!»
Η γυναίκα γύρισε και είδε τον γιο της να της φωνάζει κλαίγοντας. Έντρομη κοίταξε το παιδί που είχε στην αγκαλιά της.
Τα κίτρινα μάτια του πλάσματος ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε, πριν τα σουβλερά δόντια του μπηχθούν άγρια στο λαιμό της.