Muldjewangk - Ο τρόμος του ποταμού Μάρρεϋ
Πριν πάρα πολλά χρόνια, στη φυλή Ngarrindjeri, ζούσε ένας άνδρας ο οποίος ήταν άπληστος και εγωιστής. Χαρακτηριστικά τα οποία δεν έκαναν ιδιαίτερα χαρούμενους τους γηραιούς της φυλής του.
Κάποια στιγμή όμως αυτός ο άνδρας το παρατράβηξε. Ψάρεψε πολύ περισσότερα ψάρια από αυτά που χρειάζονταν. Παραβιάζοντας έτσι έναν από τους νόμους της φυλής του που αφορούσε το ψάρεμα.
Οι γέροντες της φυλής, βλέποντας πως οι συμβουλές τους και οι παρατηρήσεις τους δεν ακουγόντουσαν και θεωρώντας ότι το παράκανε με το υπερβολικό ψάρεμα, αποφάσισαν να τον τιμωρήσουν.
Τον μεταμόρφωσαν σε ένα Muldjewangk και τον εξόρισαν στα βάθη του ποταμού Μάρρεϋ για όλη την αιωνιότητα.
Χαρακτηριστικά του Muldjewangk
Δυστυχώς μία πλήρη περιγραφή για αυτό το πλάσμα δεν υπάρχει. Υπάρχουν αρκετές εκδοχές μέσα στις ιστορίες που έχουν περάσει από γενιά σε γένια. Οι δύο ιδιαίτερα δημοφιλείς το παρουσιάζουν σαν άνθρωπο ψάρι ή κάποιο γιγάντιο πλάσμα με πολύ μακριά και δυνατά χέρια που θα μπορούσαν να βυθίσουν ένα πλοίο μέσα στα νερά του ποταμού. Όπως και να έχει, θεωρείται εξίσου επικίνδυνο σε όλες τις περιγραφές του.
Η πιο διάσημη ιστορία
Ένα ευρωπαϊκό ατμόπλοιο, το οποίο μετέφερε αποίκους και μερικούς ιθαγενείς γέροντες, έπλεε στα νερά του ποταμού Μάρρεϋ.
Κάποια στιγμή, ο καπετάνιος του πλοίου είδε δύο θεόρατα χέρια να έχουν πιάσει το κύτος του πλοίου και να προσπαθούν να το βουλιάξουν. Εκείνος αμέσως τράβηξε το όπλο του και σημάδεψε τα χέρια του πλάσματος.
Οι γέροντες μάταια τον παρακαλούσαν να σταματήσει. Πίστευαν ότι αν εξοργιζόταν το Muldjewangk θα ακολουθούσαν τρομερές συνέπειες.
Ο καπετάνιος, όμως, παρά τις εκκλήσεις τους, πυροβόλησε. Συνέχισε να πυροβολεί τα χέρια του πλάσματος μέχρι που εκείνα άφησαν το πλοίο και χάθηκαν μέσα στα νερά.
Αν και σώθηκαν όλοι οι επιβάτες, οι προειδοποιήσεις των γερόντων βγήκαν αληθινές.
Ο καπετάνιος σύντομα αρρώστησε βαριά. Περίεργες κόκκινες φλύκταινες γέμισαν το κορμί του και μετά από έξι επίπονους μήνες, τελικά απεβίωσε.