Ο κυνηγός
Η εποχή του κυνηγιού είχε ξεκινήσει και ο κυνηγός ενθουσιασμένος κίνησε για το δάσος. Το μέρος έσφυζε από ζωή, τα πουλιά κελαηδούσαν, οι σκίουροι πηδούσαν από δέντρο σε δέντρο, ενώ κάποια ελάφια καταβρόχθιζαν λαίμαργα το φρέσκο χορτάρι. Ο κυνηγός όμως δεν τους έδωσε σημασία. Δεν ήταν κανένα από αυτά το θήραμά του σήμερα. Είχε ακούσει φήμες ότι σε αυτό το δάσος ζούσε ένας τεράστιος αγριόχοιρος. Αυτός αν όντως υπήρχε, θα γινόταν ένα θαυμάσιο τρόπαιο για τη συλλογή του.
Πέρασαν ώρες προσπαθώντας μάταια να βρει κάποιο ίχνος αυτού του πλάσματος. Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει, όταν άκουσε ένα γρύλισμα. Έστρεψε την προσοχή του προς την κατεύθυνση που είδε ένα μεγάλο αγριογούρουνο. Άρχισε να το καταδιώκει όλο και βαθύτερα μέσα στο δάσος.
Ήταν αργά, όταν ο κυνηγός κατάλαβε ότι είχε χαθεί. Κοίταξε γύρω του και διαπίστωσε ότι είχε ήδη νυχτώσει και αυτός βρισκόταν μόνος του σε ένα άγνωστο για εκείνον σημείο του δάσους.
Τότε, άκουσε ένα δυνατό γρυλισμό που όμοιό του δεν είχε ξανακούσει ποτέ. Έντρομος προσπάθησε να τρέξει μακριά από τον κίνδυνο. Τα πόδια του όμως σκόνταψαν στη ρίζα ενός δέντρου, με αποτέλεσμα να χάσει ισορροπία του. Στιγμιαία βρέθηκε στο έδαφος και το όπλο του πετάχτηκε λίγα μέτρα μακριά του.
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο αγριόχοιρος. Τα χαρακτηριστικά του προκαλούσαν δέος και τρόμο μαζί. Ήταν κατάμαυρος με δύο τεράστιους χαυλιόδοντες να εξέχουν από το στόμα του. Ξαφνικά το σώμα του άρχισε να συσπάται και σε λίγα λεπτά μεταμορφώθηκε σε ένα τερατώδες ανθρωποειδές. Το σώμα του έμοιαζε ανθρώπινο, αν και ήταν τριχωτό παντού, ενώ το κεφάλι του είχε διατηρήσει τη μορφή του αγριόχοιρου.
Το πλάσμα περπάτησε προς τον κυνηγό, ο οποίος δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του καθ' όλη τη διάρκεια της μεταμόρφωσης. Είχε μείνει εκεί παγωμένος από τον φόβο του. Το πλάσμα πάτησε επιδεικτικά πάνω στο όπλο του κυνηγού, κοιτάζοντάς τον με τα κίτρινα μάτια του.
"Επιτέλους! Όλη την ημέρα σε κυνηγούσα" είπε το τέρας, ξερογλείφοντας τα γουρουνίσια του χείλη.