Συνέντευξη στις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές
Επιλέξετε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο, που να εκφράζουν αυτό που θέλετε να μεταδώσετε στους αναγνώστες, ώστε να μπορέσουν να καταλάβουν πιο εύκολα τον κόσμο του βιβλίου σας.
«Νομίζω ότι την απάντηση την ξέρεις ήδη αλλά θα σου πω. Τα πλάσματα αυτά έχουν διάφορα ονόματα, δαίμονες, όνι, στοιχειακά, πνεύματα, γιόκαϊ. Ο κάθε πολιτισμός έχει εφεύρει διαφορετικά ονόματα για το είδος τους. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι όλα έχουν κακές προθέσεις ή θέλουν να πειράξουν τους ανθρώπους. Πάρε για παράδειγμα την ιδιοκτήτρια αυτού του καφέ» είπε και έκανε νόημα στην Χάνα να κοιτάξει εκεί που της υποδείκνυε. «Είναι ένα στοιχειακό της αλεπούς. Και ενώ οι περισσότεροι του είδους της συνήθως πειράζουν ή εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους, εκείνη είναι μία από τις εξαιρέσεις. Βοηθά και προστατεύει τους ανθρώπους, αν έρθει κάποιος πεινασμένος, θα τον ταΐσει και δεν θα ζητήσει αντίτιμο για τις υπηρεσίες της» συμπλήρωσε ο Κιόσουκε.
Κοιτούσε αποσβολωμένη τα δύο αυτά πλάσματα, τυλιγμένα μέσα σε κάποιου είδους αύρα. Η ενέργεια του Κιόσουκε ήταν κόκκινη και συμπαγής γύρω του, ενώ του Μάνγκαρα ήταν μαύρη και έμοιαζε να καλύπτει όλο το δωμάτιο. Αυτές οι δύο ενέργειες φαινόταν να πολεμούν η μία την άλλη. Σαν ένας αλλόκοσμος χορός μεταξύ του σκότους και της φωτιάς, όπου το σκοτάδι προσπαθεί να καταπιεί την πηγή του φωτός και η φωτιά αντιστέκεται σθεναρά, προσπαθώντας να φωτίσει και να ζεστάνει τους πάντες γύρω της. Και αυτό ήταν αλήθεια για την Χάνα. Αυτό το σκοτάδι την τρόμαζε. Το ένιωθε να την καταπίνει. Η φωτιά, από την άλλη πλευρά, ήταν για εκείνη ο φάρος, ο οδηγός για να μην χαθεί μέσα στο απόλυτο τίποτα. Ωστόσο, αυτήν τη φωτιά δεν θα μπορούσε να την πλησιάσει πολύ. Έμοιαζε με μια φωτιά που θα κατάπινε τα πάντα στο διάβα της. Αισθάνθηκε πως αυτός δεν ήταν ο Κιόσουκε που είχε γνωρίσει η ίδια. Ήταν ένας άλλος Κιόσουκε, τρομαχτικός. Διαβάστε περισσότερα..