Το δώρο του Δαίμονα - Μέρος δεύτερο

2022-09-14

Δεν ξέρω πόση ώρα έτρεχα ακολουθώντας το κλάμα του μωρού, ώσπου έφτασα σε ένα ξέφωτο. Δεν ήταν πολύ μεγάλο. Το φως του φεγγαριού έπεφτε πάνω σε μία κατασκευή που έμοιαζε με βωμό, ίσως αφιερωμένο σε κάποιο πνεύμα. Πάνω στον βωμό ήταν ακουμπισμένο ένα μωρό. Πλησίασα. Η χαρά μου ήταν μεγάλη που κατάφερα να βρω το μωρό. Το πήρα στην αγκαλιά μου και παρατήρησα ότι τα χέρια του ήταν παραμορφωμένα.

«Μην φοβάσαι! Θα σε προστατεύσω. Αρκετό θάνατο είδα σήμερα».

«Τι νομίζεις ότι κάνεις με το φαγητό μου;». Ακούστηκε μια φωνή που τράνταξε ολόκληρο το δάσος.

Χωρίς δεύτερη σκέψη κράτησα το μωρό με το αριστερό μου χέρι και με το δεξί τράβηξα το κατάνα μου. Κοίταξα γύρω μου, αλλά δεν είδα κανέναν.

«Νομίζεις ότι το όπλο σου θα σε προστατέψει νεαρέ σαμουράι;».

«Μείνε μακριά δαίμονα!» φώναξα με όλη μου την δύναμη.

Ένιωσα κάτι να πλησιάζει το μωρό, αλλά δεν έβλεπα κανέναν. Ενστικτωδώς γύρισα το κορμί μου για να το προστατεύσω. Ένιωσα ένα δυνατό χτύπημα στην πλάτη, ούρλιαξα από τον πόνο και γονάτισα στο έδαφος. Δεν είχα δύναμη να σηκωθώ, δεν είχα δύναμη ούτε το σπαθί μου να κρατήσω.

«Δαίμονα!» φώναξα. «Πάρε τη δικιά μου ζωή, αλλά άσε το μωρό να ζήσει».

«Είσαι σε θέση να έχεις απαιτήσεις; Μπορώ να πάρω τις ζωές και των δυο σας. Γιατί να αφήσω μία να μου φύγει;» μου απάντησε με βροντερή φωνή.

«Το μωρό δεν έχει ζήσει τίποτα ακόμα από τη ζωή. Δεν είναι δίκαιο να πεθάνει χωρίς να του δοθεί μία ευκαιρία».

«Δεν είναι δίκαιο. Δεν είναι δίκαιο, είπε». Τα λόγια του δαίμονα ακολούθησε ένα γέλιο που πάγωσε την ψυχή μου. «Δικαιοσύνη είναι μία έννοια που δημιουργήσατε εσείς οι άνθρωποι για να δικαιολογείτε και να δίνετε αξία και νόημα στις πράξεις σας».

«Όχι!» φώναξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει. «Η δικαιοσύνη υπάρχει παντού γύρω μας. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο βρίσκει πάντα τον δρόμο της».

Το γέλιο του δαίμονα συνεχίστηκε, καθώς ξεστόμιζα την τελευταία μου λέξη. Ένιωθα το τέλος μου να πλησιάζει. Κοίταξα γύρω μου μήπως βρω έναν τρόπο για να σώσω το μωρό. Δεν είχα τη δύναμη να τρέξω. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Πήρα αγκαλιά το μωρό και περίμενα το τέλος μας.

«Καλώς, νεαρέ σαμουράι. Μου κίνησες το ενδιαφέρον. Θα σας αφήσω να ζήσετε. Και επειδή με έκανες να γελάσω, θα σου δώσω και ένα δώρο. Θα σου δώσω τη δύναμη να μπορείς να αντιληφθείς καλύτερα αυτό που εσείς οι άνθρωποι αποκαλείτε δικαιοσύνη».

Τα λόγια του δαίμονα μου έδωσαν χαρά. Μια χαρά που κράτησε μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Το δάσος εξαφανίστηκε. Μαζί του και η παρουσία του δαίμονα. Κάτι που έμοιαζε με ομίχλη τύλιξε εμένα και το μωρό. Μία ομίχλη που δεν είχα ξαναδεί, διαφορετική. Μπορούσα να διακρίνω εκατοντάδες αέρινες μορφές να γυρίζουν γύρω μας, σαν να χορεύουν.

Ξαφνικά, οι μορφές άρχισαν να κινούνται προς το μέρος μου και με μεγάλη ταχύτητα άρχισαν να μπαίνουν στο σώμα μου μέσω της μύτης και του στόματός μου. Δεν μπορούσα να φέρω αντίσταση, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Πανικός με κατέλαβε. Ήλπιζα να τελειώσει γρήγορα αυτό το μαρτύριο. Δεν γνωρίζω πόσες φιγούρες απορρόφησα, έμπαιναν μέσα μου ασταμάτητα. Το σώμα μου άρχισε να πονά. Πληγές άνοιγαν παντού επάνω μου. Ένιωθα εκατοντάδες σπαθιά, μαχαίρια και διάφορα άλλα αιχμηρά αντικείμενα να με διαπερνούν. Σε κάθε χτύπημα ένιωθα ότι πέθαινα, είχα ξαπλώσει στο έδαφος και περίμενα να πεθάνω, αλλά ο θάνατος δεν ερχόταν. Το μόνο που ερχόταν ήταν το επόμενο χτύπημα και το επόμενο και το επόμενο. Άλλοτε ένιωθα σαν κάποιος να με πνίγει, λες και αόρατα χέρια έσφιγγαν τον λαιμό μου. Άλλοτε ένιωθα ότι πνιγόμουν και έφτυνα μεγάλες ποσότητες νερού σαν να είχα βυθιστεί σε κάποια λίμνη ή θάλασσα.

Κάποια στιγμή το μαρτύριο τελείωσε, μόνο και μόνο για να αρχίσει το επόμενο. Ένας φριχτός πονοκέφαλος με κυρίευσε. Εκατοντάδες φωνές ηχούσαν μέσα στο κεφάλι μου. Άλλοτε με έβριζαν και άλλοτε μου ζήταγαν βοήθεια. Αυτό που ακουγόταν περισσότερες φορές ήταν να σκοτώσω κάποια, κάποιον ή κάτι. Μετά από λίγο δεν καταλάβαινα τι άκουγα, μόνο ακατάληπτους ήχους που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. 

Μέσα στον πανικό άκουσα ένα κλάμα, ήταν το κλάμα του μωρού. Συγκεντρώθηκα σε αυτόν τον ήχο για να βρω το μωρό. Η όραση μου δεν με βοηθούσε, γιατί από τον πονοκέφαλο δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου. Πήρα το μωρό στην αγκαλιά μου και σήκωσα το όπλο μου που ήταν πεσμένο δίπλα του. 

Άρχισα να προχωράω, χρησιμοποιώντας το κατάνα μου ως στήριγμα. Δεν γνωρίζω προς τα πού πήγαινα. Το μόνο που ήθελα ήταν να οδηγήσω το μωρό κάπου με ασφάλεια. Ένιωθα ότι έχανα τον εαυτό μου, ένιωθα ότι θα καταρρεύσω, το κλάμα του μωρού ήταν αυτό που με βοηθούσε να ελέγχω τις κινήσεις μου. Κανείς δεν θέλει να αφήνει ένα μωρό να κλαίει, αλλά αυτήν τη στιγμή το κλάμα αυτό, ήταν ο μόνος μας οδηγός προς την ασφάλεια.

«Το μωρό δεν είναι ασφαλές μαζί σου! Δώσε το σε εμένα αν θέλεις πραγματικά να ζήσει». Ακούστηκε μία διαπεραστική φωνή που εξαφάνισε τις υπόλοιπες μέσα στο κεφάλι μου. 

Γύρισα προς την κατεύθυνση της φωνής. Η όρασή μου δεν είχε επανέλθει. Μέσα στο θολωμένο τοπίο διέκρινα ένα λευκό φως, ένα ζεστό φως που με έκανε να νιώσω ασφάλεια. Έδωσα το μωρό, δεν ξέρω σε ποιον και πότε δεν έμαθα τι απέγινε από τότε. Το φως εξαφανίστηκε και το σκοτάδι με τύλιξε.