Το δώρο του Δαίμονα - Μέρος πρώτο

2022-09-09

Το σώμα μου είναι βαρύ. Με δυσκολία μπορώ να περπατήσω. Το αριστερό μου πόδι ήδη δεν το νιώθω. Σέρνεται παράλληλα με το υπόλοιπο σώμα μου. Ένα επιπλέον βάρος που δεν μπορώ να διώξω. Μόνο μία σκέψη με κάνει να συνεχίζω. Μία σκέψη που με κρατάει ακόμα ζωντανό και μου δίνει τη δύναμη να συνεχίζω να περπατάω στο μονοπάτι που επέλεξα. Να δω για τελευταία φορά το μέρος που γεννήθηκα, το όμορφο χωριό μου με τους καλοσυνάτους του ανθρώπους. Τη φύση που άλλαζε χρώματα ανάλογα με την εποχή, μια πανδαισία χρωμάτων. Πότε κίτρινα και καφέ, συνοδευόμενα από τις μουσικές των τζιτζικιών. Πότε καφέ και μπρούτζινα, που με το πρώτο αεράκι τα φύλλα των δέντρων δημιουργούσαν μελαγχολικές πινελιές με γκρίζο φόντο. Πότε άσπρα, με τον καπνό από τις καμινάδες των σπιτιών να διώχνει τη μονοτονία, περιμένοντας υπομονετικά να έρθει η άνοιξη. Η πολύχρωμη άνοιξη, με τα λουλούδια στους αγρούς να σχηματίζουν ουράνια τόξα και με τις κερασιές να ανθίζουν. Πόσο θα ήθελα να πιω για τελευταία φορά σάκε κάτω που την κερασιά που είχε φυτέψει ο πατέρας μου. Ποτέ δεν κράτησα την υπόσχεσή μου σε εκείνον, πως όταν μεγαλώσει η κερασιά θα καθόμασταν να απολαύσουμε το άνθισμά της μαζί.

Το βάρος στο σώμα μου αυξάνεται. Ο δροσερός βραδινός φθινοπωρινός αέρας δεν είναι αρκετός για να δροσίσει αυτό το γερασμένο πια κορμί. Ένα βήμα ακόμα, μόνο ένα βήμα. Καταραμένα πόδια, μην με εγκαταλείπετε τώρα. Μάταια! Τα πόδια μου δεν με υπακούν, δεν μπορώ να κουνηθώ. Η όραση μου χάνεται, τα πάντα γύρω μου είναι θολά. Τα μάτια μου κλείνουν, το σώμα μου λυγίζει, θέλω να ξαπλώσω, εδώ, πάνω στο νωπό χώμα. Πόσο κουρασμένος είμαι. Εδώ τελειώνει το ταξίδι μου; Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Τώρα θα μπορέσω να ξεκουραστώ, θα μπορέσω να συναντήσω τον πατέρα μου και να του ζητήσω να με συγχωρέσει..

«Γέροντα! Γέροντα!». Κάποιος με φωνάζει. Η φωνή του ακούγεται πολύ απαλή, διαλύεται στον αέρα.

«Γέροντα! Γέροντα!». Την ακούω πάλι. Είναι άραγε τα πνεύματα του θανάτου που ήρθαν να με παραλάβουν;

«Γέροντα!». Ανοίγω τα μάτια μου, τα πάντα γύρω μου είναι θολά, το μόνο που διακρίνεται είναι μία φιγούρα μπροστά μου.

«Γέροντα είσαι καλά;». Η όραση μου σιγά σιγά επανέρχεται. Βλέπω έναν νεαρό μοναχό μπροστά μου. Είχε ανάψει φωτιά και περιποιόταν τις πληγές μου.

«Πρώτη φορά βλέπω έναν άνθρωπο με τόσες πολλές ουλές. Πρέπει να έχεις περάσει πολλά στη ζωή σου».

Τα λόγια του νεαρού μοναχού ήταν ζεστά, σαν την σούπα που μου προσέφερε να φάω. Δεν ήταν λόγια από περιέργεια ή φόβο. Ήταν λόγια ειλικρινή, βγαλμένα από μια αγνή και καλή ψυχή. Αλλά για κάποιο λόγο, τα λόγια του μου έβγαλαν θυμό. Τι γνωρίζει αυτός για τη ζωή μου; Τι ξέρει για αυτά που έζησα και είδα; Η απάντηση είναι τίποτα. Η άγνοια και το νεαρό της ηλικίας του, του επιτρέπουν να ξεστομίζει λόγια και ερωτήσεις χωρίς σεβασμό, με αυθάδεια.

«Φύγε από εδώ!», του είπα εκνευρισμένος. «Κινδυνεύεις κοντά μου. Άσε με να πεθάνω με την ησυχία μου. Μου αξίζει να πεθάνω μόνος μου».

«Μην μιλάς έτσι γέροντα. Όλοι έχουν δικαίωμα να ζούνε. Ακόμα και αυτοί που έχουν διαπράξει τις μεγαλύτερες αμαρτίες. Όσο για την προσωπική μου ασφάλεια, αν είναι θέλημα του Βούδα, δεν διατρέχω κανέναν κίνδυνο. Μίλησέ μου γέροντα. Τι είναι αυτό που βαραίνει την ψυχή σου και θέλεις να πεθάνεις; Νιώθω ένα σκοτάδι στην καρδιά σου. Μίλησέ μου, ίσως μπορώ να βοηθήσω».

Τα λόγια του με άφησαν άφωνο. Έβλεπα μπροστά μου τον εαυτό μου όταν ήμουν στην ηλικία του. Άτρωτο και αλαζόνα. Πίστευα ότι μπορούσα να κουβαλήσω στους ώμους μου όλες τις αμαρτίες του κόσμου. Ποτέ δεν είπα σε κανέναν την ιστορία της ζωής μου. Μια ιστορία γεμάτη βία, αίμα, προδοσία και εκδίκηση. Αυτήν τη φορά θέλω να την πω. Ίσως αν την διηγηθώ, ο νεαρός μπροστά μου δεν θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο με εμένα.


Γεννήθηκα πριν πολλά χρόνια σε ένα χωριό, μία μέρα δρόμος από εδώ που είμαστε. Ο πατέρας μου ήταν ο άρχοντας της περιοχής. Ήταν καλός άνθρωπος και αγαπητός σε όλους. Με μεγάλωσε με αξίες και μου δίδαξε πώς να μάχομαι για να προστατεύω τον εαυτό μου και τους γύρω μου. Τα χρόνια πέρασαν ειρηνικά και ξέγνοιαστα. 

Όλα όμως έσβησαν ένα βράδυ, εκείνο το βροχερό χειμωνιάτικο βράδυ. Οι ουρανοί είχαν ανοίξει λες και ο Ράιτζιν, ο θεός του κεραυνού, είχε κηρύξει πόλεμο στην ανθρωπότητα. Οι σκεπές από τα σπίτια διαλύονταν η μία μετά την άλλη, είτε από τους κεραυνούς που έπεφταν είτε από τους δυνατούς ανέμους που γκρέμιζαν ότι υπήρχε στο διάβα τους. Το ποτάμι υπερχείλισε, παρασέρνοντας στο πέρασμά του σπίτια, δέντρα, ανθρώπους και ζώα, σαν ένα τεράστιο στόμα που καταβρόχθιζε ασταμάτητα τα πάντα. Κοιτούσα γύρω μου αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Δεν ήξερα τι να κάνω. Όλα εκείνα που μου δίδαξε ο πατέρας μου δεν μπορούσα να τα εφαρμόσω.

«Πώς μπορούσα να πολεμήσω τους θεούς και τα στοιχεία της φύσης;». Χαμένος μέσα στον φόβο και στις σκέψεις μου, ένιωσα ένα δυνατό πόνο στο κεφάλι μου και όλα έσβησαν. 

Δεν γνωρίζω πόση ώρα είχε περάσει μέχρι τη στιγμή που βρήκα τις αισθήσεις μου. Το ποτάμι με είχε παρασύρει αρκετές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το χωριό. Σηκώθηκα με δυσκολία. Το κεφάλι μου πονούσε τρομερά και αιμορραγούσε. 

Κοίταξα γύρω μου, η καταιγίδα είχε σταματήσει, ο ουρανός ήταν καθαρός και το φως του φεγγαριού φώτιζε την περιοχή. Το φως ήταν αρκετά δυνατό ώστε να δω τι άφησε πίσω στο διάβα της η καταιγίδα. Το θέαμα ήταν τρομακτικό. Σκεπές πεσμένες δεξιά και αριστερά, παρασύρθηκαν μέχρι εδώ από το χωριό και συνέχιζαν ακόμα πιο μακριά. Το ποτάμι μετέφερε ερείπια και πτώματα. Έτρεξα προς το ποτάμι μήπως βρω κάποιον ζωντανό, μάταια όμως. Όλοι ήταν νεκροί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Η απελπισία με έκανε να γονατίσω, τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν και ξέσπασα σε λυγμούς.

«Γιατί; Γιατί;». Ούρλιαζα και φώναζα. «Γιατί ακόμα και τα παιδιά;».

Τις φωνές μου, τις διέκοψε ένα κλάμα, ένα κλάμα μωρού. Σκουπίζω τα μάτια μου και κοιτάω τριγύρω, αλλά δεν βλέπω το μωρό. Συγκεντρώνομαι στο κλάμα. Μοιάζει να είναι μακριά από εμένα. Κοιτάω προς το μέρος όπου ακούγεται το κλάμα και βλέπω τις παρυφές ενός δάσους. Δεν το είχα ξαναδεί. Ήμουν σίγουρος ότι δεν υπήρχε δάσος σε αυτήν την περιοχή. 

Δεν έδωσα περισσότερη σημασία σε αυτό και τον λόγο της ύπαρξής του. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να βρω το μωρό, τουλάχιστον να σώσω ένα άτομο από αυτήν την καταστροφή. Μπήκα τρέχοντας μέσα στο δάσος. Ήταν πυκνό, το φως του φεγγαριού με δυσκολία πέρναγε μέσα από τα πυκνά φύλλα των δέντρων. Άκουγα φωνές και ουρλιαχτά ζώων, αλλά δεν έδινα σημασία, το μόνο που με ένοιαζε ήταν να βρω το μωρό.