Το δώρο του Δαίμονα - Μέρος τέταρτο
Σηκωθήκαμε αργά και περπατήσαμε προς το κέντρο της πόλης. Η πόλη ήταν ανάστατη από το φονικό που έγινε στο αρχοντικό. Ομάδες ανθρώπων με φαναράκια έψαχναν να βρουν τον ένοχο. Μαζί τους, μοναχοί απήγγειλαν μάντρας για να εξορκίσουν το φάντασμα. Κατευθυνθήκαμε προς το λιμάνι και περιμέναμε να ξημερώσει.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου μάς βρήκαν επιβάτες σε ένα πλοίο. Πρώτη φορά έβλεπα τη θάλασσα, πόσο απέραντη και γαλάζια ήταν. Ένιωθα ηρεμία. Αυτός ο άνδρας δεν μου προκαλούσε αρνητικά συναισθήματα, αλλά ούτε και θετικά. Δεν ένιωθα τίποτα, ούτε τις σκέψεις του μπορούσα να ακούσω.
«Ξέρω ότι μπορείς να ακούσεις τις σκέψεις μου, όπως επίσης ξέρω ότι δεν μπορείς να μου απαντήσεις. Ονομάζομαι Μάτσουντα Κίντζι και είμαι σαμουράι ή καλύτερα, ήμουν σαμουράι πριν με σκοτώσουν άνανδρα. Σου ζητάω να με συγχωρέσεις που δανείζομαι το σώμα σου για να πάρω την εκδίκησή μου». Ήταν πρώτη και η τελευταία φορά που κάποιος που έλεγχε το σώμα μου μου μιλούσε και σεβόταν την παρουσία μου, έστω και ως παρατηρητή.
Το ταξίδι μας συνεχίστηκε και ο σαμουράι μού μιλούσε αρκετά συχνά. Μου διηγήθηκε την ιστορία του. Κάποια χρόνια πριν, είχε συμμετάσχει σε μία μονομαχία με έναν άλλον σαμουράι, τον Όσιμα Φούτζϊο, μπροστά στον αυτοκράτορα. Ο Μάτσουντα κέρδισε την μονομαχία και ο αυτοκράτορας οργάνωσε μία γιορτή προς τιμήν του. Μετά το τέλος της γιορτής, ενώ γύριζε στο δωμάτιο του, ο Όσιμα τον κάρφωσε θανάσιμα πισώπλατα.
Μετά από τρεις μέρες ταξίδι φτάσαμε στην πόλη Νακαμούρα. Εκεί επισκεφτήκαμε έναν γέρο σιδηρουργό, χρόνια φίλος με την οικογένεια του Μάτσουντα. Αφού έμαθε την ιστορία και το λόγο της επίσκεψής του, συμφώνησε να του σφυρηλατήσει ένα κατάνα. Ανακοίνωσε επίσης, ότι θα ήταν το καλύτερο σπαθί που είχε σφυρηλατήσει ποτέ.
Ένα μήνα αργότερα, το κατάνα ήταν έτοιμο. Ο Μάτσουντα το ξεθήκωσε και αισθάνθηκα τη δύναμή του. Ίσως και να ένιωσα τη δύναμη της αποφασιστικότητας του Μάτσουντα για εκδίκηση.
Από την Νακαμούρα κινηθήκαμε βόρεια και μετά από αρκετές μέρες πορείας φτάσαμε στην πόλη Κότσι. Κινηθήκαμε γρήγορα προς την οικία του Όσιμα. Μόλις φτάσαμε, μπροστά μας υπήρχαν στρατιώτες.
«Δεν έχω τίποτα εναντίον σας. Αν δεν θέλετε να χάσετε τη ζωή σας, φύγετε από μπροστά μου» τους είπε ο Μάτσουντα με ήρεμη φωνή. «Ήρθα να προκαλέσω σε μονομαχία τον δειλό Όσιμα Φούτζϊο» φώναξε ο Μάτσουντα και το μέρος τραντάχτηκε από τη φωνή του.
Μετά από λίγα λεπτά, ο Όσιμα εμφανίστηκε μπροστά μας.
«Ώστε ζεις τελικά» είπε χαμογελώντας στον Μάτσουντα. «Δέχομαι την πρόκλησή σου» συνέχισε.
Η μονομαχία ήταν σκληρή, αλλά το επίπεδο και η αποφασιστικότητα του Μάτσουντα υπερνίκησαν τον αντίπαλό του. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Όσιμα κείτονταν νεκρός στο έδαφος.
«Σε ευχαριστώ που μου έδωσες, ακόμα και χωρίς τη θέλησή σου, τη δυνατότητα να πάρω την εκδίκησή μου» μου είπε ο Μάτσουντα.
Μετά τον Μάτσουντα και άλλες ψυχές έπαιρναν τον έλεγχο του σώματός μου, η μία μετά την άλλη. Η κάθε μία με τους δικούς της σκοπούς, που τις περισσότερες φορές ήταν ο θάνατος κάποιου άλλου ανθρώπου. Χρόνια πορευόμουν σαν παρατηρητής του ίδιου μου του σώματος, βλέποντας γύρω μου τον θάνατο χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Από ένα σημείο και μετά σταμάτησα να ακούω τις ψυχές που με έλεγχαν. Δεν είχε νόημα να προσπαθώ να καταλάβω τον πόνο τους και να προσπαθώ να δικαιολογήσω τις πράξεις τους. Είχα αρχίσει να αντιλαμβάνομαι το μάθημα που ήθελε να μου διδάξει ο δαίμονας. Πολλές φορές άκουγα εκείνο το αποτρόπαιο γέλιο του, σαν να με παρακολουθούσε και να διασκέδαζε με τον πόνο μου.
Δεν ξέρω πόσα χρόνια πέρασαν από εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ. Η τελευταία ψυχή που έλεγχε το σώμα μου, έφυγε πριν δύο μέρες. Χίλιες ψυχές, χίλια διαφορετικά πρόσωπα πέρασαν από αυτό το διαλυμένο σώμα.
«Σαράντα» άκουσα τη φωνή του νεαρού μοναχού. Άνοιξα τα μάτια μου. Δεν είχα καταλάβει ότι τα είχα κλειστά όση ώρα αφηγούμουν την ιστορία μου. Ο μοναχός με κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. «Σαράντα χρόνια πέρασαν» αναφώνησε και ξέσπασε σε λυγμούς.
Κατέβασε το πάνω μέρος της ρόμπας του για να μου δείξει τα χέρια του. Ήταν παραμορφωμένα. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπό μου, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή μου ήταν δάκρυα χαράς. Πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα ευτυχισμένος.
«Συγχώρεσέ με γέροντα. Εξαιτίας μου πέρασες τόσα πολλά στη ζωή σου. Συγχώρεσέ με!» μου είπε και το κλάμα του ακούστηκε σε όλο το μέρος.
Κινήθηκα προς το μέρος του και τον πήρα αγκαλιά. Τον κρατούσα πάλι στα χέρια μου έπειτα από σαράντα χρόνια. Το ότι ήταν μπροστά μου ζωντανός και γερός με έκανε να ξεχάσω αυτά που πέρασα. Ακόμα και αν μου δινόταν μία δεύτερη ευκαιρία, πάλι την ίδια επιλογή θα έκανα.
«Έχασες δαίμονα. Δεν μπορείς να με βασανίσεις άλλο. Πεθαίνω ευτυχισμένος!» αναφώνησα και έκλεισα τα μάτια μου για τελευταία φορά.