Το δώρο του Δαίμονα - Μέρος τρίτο
Άνοιξα τα μάτια μου. Η όρασή μου είχε επανέλθει και οι φωνές στο κεφάλι μου σταμάτησαν. Κοίταξα γύρω μου, ήμουν στο χωριό μου. Δεν γνώριζα πώς έφτασα ως εδώ. Μπροστά μου βρισκόταν ο πατέρας μου μαζί με άλλους χωρικούς και μπροστά σε εκείνους υπήρχε ένας σωρός από πτώματα. Ήταν τα πτώματα των χωρικών που έχασαν την ζωή τους από την καταιγίδα.
«Πατέρα πόσο χαίρομαι που είσαι ζωντανός!» φώναξα από τη χαρά μου. Όμως δεν πήρα καμία απάντηση. Φώναξα και ξαναφώναξα στον πατέρα μου, αλλά τίποτα. Ούτε προς το μέρος μου δεν γύρισε να κοιτάξει. Προσπάθησα να τον πλησιάσω, αλλά το σώμα μου δεν προχωρούσε. Στεκόταν εκεί, σαν άγαλμα. Θυμός με κυρίευσε, θυμός προς τον πατέρα μου. Γιατί το ένιωθα αυτό; Δεν είχα λόγο να νιώθω κάτι τέτοιο. Πόνος πλημμύρισε την καρδιά μου, ήταν έτοιμη να σπάσει. Άρχισα να κινούμαι προς τον πατέρα μου. Ένιωθα ότι κάτι άσχημο θα γίνει. Προσπάθησα να σταματήσω, αλλά το σώμα μου δεν με υπάκουγε.
«Εσύ ευθύνεσαι γι' αυτό!» είπα στον πατέρα μου. Μα δεν ήθελα να πω αυτό. «Ήταν χρέος σου να μας προστατεύσεις. Εξαιτίας σου έχασα την γυναίκα μου και το παιδί μου» συνέχισα. Μα δεν έχω ούτε γυναίκα ούτε παιδί, τι είναι αυτά που λέω; Και αυτή η φωνή δεν είναι η δική μου. Καταλαβαίνω ότι μιλάω εγώ, αλλά αυτή δεν είναι η φωνή μου.
«Έχεις δίκιο» απάντησε ο πατέρας μου. Σας απογοήτευσα όλους. Έπρεπε να είχα προετοιμάσει περισσότερα μέτρα στο χωριό ώστε να ήμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για μία επερχόμενη καταστροφή, σαν αυτή που ζήσαμε προ ολίγου. Ξέρω ότι τα λόγια μου δεν ανακουφίζουν τον πόνο σου. Αν μπορούσα να φέρω πίσω την γυναίκα σου και το παιδί σου με αντάλλαγμα τη ζωή μου, θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη...».
Πριν προλάβει να τελειώσει την πρότασή του ο πατέρας μου, το κατάνα μου τον διαπέρασε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο πατέρας μου άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στα λασπόνερα σαν ένας κοινός εγκληματίας. Έκλαιγα, αλλά δάκρυα δεν έτρεχαν. Ήθελα να τρέξω κοντά του αλλά το σώμα μου προχωρούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ούτε το κεφάλι μου δεν μπορούσα να γυρίσω. Προσπάθησα, ξαναπροσπάθησα, αλλά μάταια. Και αυτή είναι η τελευταία ανάμνηση που έχω από τον πατέρα μου. Ξαπλωμένος στο βρεγμένο έδαφος, δολοφονημένος από το δικό μου χέρι με το σπαθί που μου είχε κάνει δώρο. Μετά από λίγο, το σώμα μου σταμάτησε στην όχθη του ποταμού.
«Έρχομαι κοντά σας» είπα και ένιωσα αγαλλίαση και ηρεμία. Το σώμα μου περπάτησε λίγα μέτρα μέσα στο ποτάμι και γονάτισε. Το πρόσωπό μου καθρεφτίστηκε στα νερά του ποταμού. Κοιτούσα την αντανάκλασή μου, όμως αυτό δεν ήταν το πρόσωπο μου. Ήταν το πρόσωπο κάποιου άλλου. Ήταν το πρόσωπο ενός εκ των χωρικών.
«Τι γίνεται εδώ;» σκέφτηκα. «Τι έπαθε το πρόσωπο μου;». Πριν προλάβω να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου, το σώμα μου άρχισε να πονάει. Κοιτούσα την αντανάκλαση του προσώπου μου και το έβλεπα να αλλάζει. Ένιωθα και το σώμα μου να αλλάζει. Ο πόνος ήταν τρομερός. Ένιωθα σαν κάποιος να μου συμπιέζει τα κόκαλα και να μου τραβάει το δέρμα. Μέσα σε λίγες στιγμές το πρόσωπό μου είχε αλλάξει, αλλά πάλι δεν ήταν το δικό μου πρόσωπο. Ήταν το πρόσωπο μίας γυναίκας. Δεν την είχα ξαναδεί, σίγουρα δεν ήταν κάτοικος του χωριού. Σηκώθηκα παρά τη θέλησή μου και άρχισα να περπατάω. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα τα μέρη όπου μεγάλωσα.
Περπατούσα για πολλές μέρες χωρίς να γνωρίζω τον προορισμό μου. Στο μυαλό μου άκουγα συνέχεια δύο πράγματα. Το όνομα ενός άνδρα και ότι έπρεπε να τον σκοτώσω. Δεν γνώριζα το όνομα αυτό και φυσικά ούτε τον συγκεκριμένο άνδρα. Αλλά μπορούσα να ακούω τις σκέψεις της γυναίκας που έλεγχε το σώμα μου.
Η γυναίκα αυτή ήταν η μοναχοκόρη ενός άρχοντα και παντρεμένη με τον συγκεκριμένο άνδρα. Αγαπούσαν πολύ ο ένας τον άλλον, έτσι πίστευε εκείνη τουλάχιστον. Τελικά την είχε παντρευτεί με σκοπό να μπορέσει να γίνει μέλος της οικογένειάς της. Δύο χρόνια μετά τον γάμο τους, ο πατέρας της δολοφονήθηκε, αλλά ο δολοφόνος του δεν βρέθηκε ποτέ. Ο άνδρας της, πήρε τη θέση του πατέρα της και έγινε άρχοντας της περιοχής. Ένα χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα της, ο άνδρας της την δηλητηρίασε. Λίγο πριν πεθάνει, της εκμυστηρεύτηκε ότι εκείνος σκότωσε τον πατέρα της. Της είπε επίσης ότι δεν την αγάπησε ποτέ, μόνο η περιουσία της τον ενδιέφερε.
Κάποια στιγμή φτάσαμε σε μία πόλη με το όνομα Φουνάι. Αυτή ήταν η πόλη της γυναίκας που έλεγχε το σώμα μου. Περιμέναμε να πέσει η νύχτα. Ένιωθα την αγωνία της. Με δυσκολία έκανε υπομονή, ήθελε να σκοτώσει τον άνδρα της τώρα αμέσως.
Καθώς η μέρα έδινε τη θέση της στη νύχτα, πήραμε το δρόμο προς το αρχοντικό. Ενώ πλησιάζαμε, ακούγαμε φωνές και τραγούδια διότι κάποιοι διασκέδαζαν. Πήγαμε από την πίσω μεριά του αρχοντικού όπου υπήρχε μία τρύπα στον πέτρινο φράχτη που καλυπτόταν από θάμνους. Μπήκαμε στον κήπο απαρατήρητοι, κρυφτήκαμε και περιμέναμε. Υπήρχαν δύο φρουροί μπροστά μας και ήταν δύσκολο να κινηθούμε. Ξαφνικά, δυνατός αέρας σηκώθηκε και πυκνά σύννεφα κάλυψαν τον ξάστερο ουρανό. Δυνατή βροχή άρχισε να πέφτει. Ένιωθα ότι η γυναίκα αυτό ακριβώς περίμενε.
«Πώς ήξερε ότι θα πιάσει βροχή;», αναρωτήθηκα. Αλλά είχα δει τόσα και τόσα μέχρι τότε που δεν μου έκανε εντύπωση τίποτα πλέον.
Η γυναίκα έλυσε τα μαλλιά της και τα έριξε μπροστά στο πρόσωπό της. Με αργές κινήσεις σηκώθηκε και στάθηκε όρθια μέσα στη βροχή. Σήκωσε το χέρι της και δυνατός αέρας φύσηξε. Δύο φαναράκια που βρίσκονταν πάνω από τους φρουρούς έπεσαν κάτω. Σκοτάδι τύλιξε το μέρος. Ένας δυνατός κεραυνός ακούστηκε και ο κήπος φωτίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα.
«Φάντασμα! Φάντασμα!», φώναξαν οι δύο φρουροί έντρομοι, καθώς κοίταζαν προς το μέρος μας. Γρήγορα πέταξαν τα όπλα που κρατούσαν και τράπηκαν σε φυγή.
Με αργά βήματα συνεχίσαμε να περπατάμε προς την πόρτα που φύλαγαν οι φρουροί. Όταν φτάσαμε, η γυναίκα έσυρε την πόρτα με δύναμη. Την ίδια στιγμή, άλλος ένας κεραυνός έκανε την εμφάνισή του. Θυμάμαι ακόμα τα φοβισμένα πρόσωπα των ανθρώπων μέσα στο δωμάτιο, ενώ κοιτούσαν προς το μέρος μας. Φωνές, κλάματα και πανικός γέμισαν το δωμάτιο. Έντρομοι άρχισαν να τρέχουν εδώ κι εκεί για να μπορέσουν να ξεφύγουν από αυτό που έβλεπαν. Η γυναίκα δεν τους έδινε σημασία. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στον άνδρα της, ο οποίος ήταν πεσμένος στο πάτωμα, παγωμένος από τον φόβο του και κοιτούσε με έκπληκτα μάτια την γυναίκα του. Η γυναίκα άρχισε να περπατάει προς το μέρος του με αργά βήματα.
«Σε σκότωσα. Είσαι νεκρή. Δεν ανήκεις στον κόσμο των ζωντανών. Γύρνα πίσω, εκεί που ανήκεις!» της είπε προσπαθώντας να φανεί θυμωμένος, αλλά η γλώσσα του σώματός του και το χλωμιασμένο του πρόσωπο τον πρόδιδαν.
Η γυναίκα δεν απάντησε. Συνέχισε αργά αργά να τον πλησιάζει και αισθανόμουν το μίσος της να μεγαλώνει.
«Σε παρακαλώ, συγχώρεσε με! Συγχώρεσε με!» την παρακαλούσε κλαίγοντας ο άνδρας της, προσπαθώντας να μετακινηθεί έρποντας μακριά της.
Ένιωσα την γυναίκα να χαμογελάει. Τον πλησίασε και έβαλε τα χέρια της στον λαιμό του. Ο άνδρας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, λες και κάτι αόρατο τον κρατούσε κάτω.
«Τώρα θα μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί για πάντα, αιώνια» του είπε καθώς τον έπνιγε. Σε λίγα δευτερόλεπτα ο άνδρας της κείτονταν νεκρός στο πάτωμα. Η γυναίκα άρχισε να κλαίει και τα δάκρυά της έπεφταν σταγόνα σταγόνα πάνω στο νεκρό πρόσωπο του άνδρα της. Σε λίγο σηκώθηκε και προχωρήσαμε προς τον κήπο. Η βροχή είχε σταματήσει και ο ουρανός ήταν ξάστερος και πάλι.
Μετακινηθήκαμε προς τη λιμνούλα που υπήρχε στον κήπο. Μπήκαμε μέσα, πήγαμε στο κέντρο της λιμνούλας και γονατίσαμε. Το σώμα μου άρχισε πάλι να πονάει, όπως τότε που μεταμορφώθηκα σε γυναίκα. Κατάλαβα ότι άλλαζα πάλι, γιατί μόνο τότε ένιωθα αυτούς τους φριχτούς πόνους. Όσο έλεγχε κάποιος το σώμα μου δεν ένιωθα κανένα φυσικό πόνο. Κοίταξα την αντανάκλαση του προσώπου μου στα νερά της λιμνούλας. Το πρόσωπο μου άλλαξε και πάλι. Αυτήν τη φορά πήρε τη μορφή ενός άνδρα.