Το Κοράκι με τα Κίτρινα Μάτια - Μέρος δεύτερο
Το έδαφος άρχισε να δονείται. Ο πολεμιστής τράβηξε το σπαθί του και έμεινε σε στάση φύλαξης, έτοιμος να αντιμετωπίσει την όποια απειλή εμφανιζόταν μπροστά του. Ξαφνικά, δεκάδες κόκκαλα σε διάφορα μεγέθη και σχήματα αναδύθηκαν από το έδαφος. Έμειναν για λίγες στιγμές να αιωρούνται και ύστερα άρχισαν συγκεντρώνονται όλα μαζί σε ένα σημείο. Μία σφαιρική μάζα δημιουργήθηκε. Σταδιακά, τα κόκκαλα ενώνονταν το ένα με το άλλο και σε λίγα δευτερόλεπτα, το δημιούργημα πήρε μορφή. Ένας σκελετωμένος δράκος έκανε την εμφάνισή του, εκεί που πριν από λίγο υπήρχε μία άμορφη μάζα.
Η φιγούρα του ήταν επιβλητική κάτω από το φεγγαρόφωτο, κάνοντας το λευκό του χρώμα να λάμπει μέσα στο σκοτάδι. Το ύψος του δράκου ξεπερνούσε τα έξι μέτρα και το μήκος του ήταν πάνω από δέκα μέτρα. Όλο του το σώμα ήταν σκελετωμένο, ούτε ένα κομμάτι σάρκας δεν υπήρχε πάνω του. Κοίταξε τον πολεμιστή με τις άδειες κόγχες των ματιών του. Τέντωσε τα σκελετωμένα φτερά του και βρυχήθηκε με έναν ανατριχιαστικό και απόκοσμο ήχο, προσπαθώντας να κάνει το θύμα του να παγώσει από τον φόβο του.
Ο Ζάρνταλ δεν πτοήθηκε από την παρουσία του τέρατος. Κράτησε το σπαθί του με τα δυο του χέρια και άρχισε να τρέχει κατά πάνω του. Καθώς πλησίαζε ο πολεμιστής, ο δράκος επιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον του, επιχειρώντας να τον δαγκώσει με τα τεράστια δόντια του. Ο πολεμιστής απέφυγε την τελευταία στιγμή το χτύπημα, κάνοντας ένα βήμα στα αριστερά του και ανταπέδωσε. Χτύπησε με δύναμη το κρανίο του δράκου, σπρώχνοντάς το μακριά. Σπίθες πετάχτηκαν κατά τη σύγκρουση της λεπίδας του όπλου με το κοκάλινο κρανίο. Εκείνη τη στιγμή, ο πολεμιστής παρατήρησε μία ρωγμή στο δεξί μάτι του πλάσματος, η οποία φανέρωνε πιθανότατα τον τρόπο με τον οποίο είχε πεθάνει ο δράκος πριν μεταμορφωθεί σε αυτό το βδέλυγμα.
Το πλάσμα επιτέθηκε ξανά με το δεξί φτερό του. Ο πολεμιστής έσκυψε και απέφυγε το χτύπημα. Δεν είδε, όμως, ποτέ την ουρά του τέρατος που είχε κινηθεί παράλληλα με το φτερό του. Η σκελετωμένη ουρά, χτύπησε με δύναμη πάνω στον θώρακα της πανοπλίας του πολεμιστή. Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό, που εκτόξευσε τον πολεμιστή αρκετά μέτρα πίσω. Ο πολεμιστής έπεσε με δύναμη πάνω στον ξύλινο τοίχο ενός σπιτιού, δημιουργώντας μία καινούργια πόρτα στο μπροστινό του μέρος.
Ο Ζάρνταλ, αφού συνήλθε από το χτύπημα, πέταξε τα συντρίμμια από πάνω του και βγήκε από το άνοιγμα που είχε δημιουργήσει η πτώση του. Κοίταξε οργισμένος το πλάσμα. Τότε, πρόσεξε ότι ο δράκος είχε ορθάνοιχτο το στόμα του και συγκέντρωνε μία σφαιρική μάζα μαύρης ενέργειας. Ο πολεμιστής κατάλαβε ότι καθυστέρησε πολύ να σηκωθεί, γιατί η σκοτεινή σφαίρα είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Δευτερόλεπτα αργότερα, μία τεράστια μπάλα ενέργειας ερχόταν κατά πάνω του. Ο πολεμιστής με γρήγορες κινήσεις κάρφωσε το σπαθί του στο έδαφος. Κρατώντας σφιχτά τη μαύρη λαβή του με τα δυο του χέρια, γονάτισε πίσω του.
Μία τεράστια έκρηξη σημειώθηκε, καθώς η σφαίρα ακούμπησε στο έδαφος. Μαύρες φλόγες εξαπλώθηκαν σε ακτίνα δεκάδων μέτρων. Σπίτια και δέντρα εξαϋλώθηκαν μονομιάς από την τερατώδη έκρηξη. Όταν τα κύματα σκοτεινής ενέργειας άρχιζαν να πλημυρίζουν τον πολεμιστή, το καταραμένο σπαθί ξύπνησε. Δεκάδες μικρά και μεγάλα στόματα έκαναν την εμφάνισή τους στη λεπίδα του μαύρου όπλου. Ρουφούσαν αχόρταγα τη μαύρη ενέργεια, απολαμβάνοντας το εξαίσιο δείπνο τους, προστατεύοντας παράλληλα τον αφέντη τους.
Σκόνη κάλυψε την περιοχή μετά την καταστροφή. Όταν η σκόνη έπεσε, δύο πλάσματα ήταν ακόμα όρθια. Το ένα ήταν ο πολεμιστής, με την πανοπλία του ακόμα να καπνίζει. Το άλλο πλάσμα ήταν το κοράκι με τα κίτρινα μάτια. Όταν σημειώθηκε η έκρηξη, μία αόρατη ενεργειακή ασπίδα κάλυψε το σώμα του. Το μικρό πλάσμα πέταξε αθόρυβα για λίγα μέτρα και έψαξε να βρει μία άλλη κρυψώνα, μιας και ο πλάτανος είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Βρήκε ένα αρκετά καλό μέρος στα ερείπια ενός σπιτιού και κούρνιασε εκεί για να παρακολουθήσει τη συνέχεια της μάχης.
Ο δράκος μούγκρισε, καθώς έβλεπε τον πολεμιστή άθικτο από την επίθεσή του. Ο πολεμιστής τράβηξε το όπλο του από το έδαφος και το κράτησε ευθεία μπροστά του.
«Θυμήθηκες το μαύρο μου σπαθί, Κεβάλθ; Έτσι δεν ήταν το όνομα σου; Κεβάλθ, ο Καταστροφέας της Ζωής», αναφώνησε ο πολεμιστής και άρχισε να κατευθύνεται προς το πλάσμα. «Ήσουν ένας περήφανος κόκκινος δράκος, πριν σου πάρω τη ζωή με αυτό το καταραμένο σπαθί. Αναγνώρισα την πληγή που έχεις στο μάτι σου. Τραύματα που γίνονται με αυτό το όπλο δεν θεραπεύονται. Το μόνο που μένει να κάνω, είναι να σε σκοτώσω για δεύτερη φορά» ούρλιαξε ο πολεμιστής και όρμησε στον δράκο.
Οι δυο αντίπαλοι κοιτάχτηκαν στα μάτια και ρίχτηκαν με λύσσα να εξοντώσουν ο ένας τον άλλον. Ο δράκος επιχείρησε να δαγκώσει τον πολεμιστή, αλλά εκείνος κύλισε με τούμπα κάτω από τα θανατηφόρα σαγόνια. Ο πολεμιστής βρισκόταν τώρα κάτω από το οστέινο σώμα του δράκου. Χτύπησε γρήγορα και δυνατά, τα δύο μπροστινά πόδια του δράκου, ακριβώς πάνω από τους αστραγάλους. Τα κόκκαλα δεν πρόφεραν καμία αντίσταση στο καταραμένο σπαθί. Ήχοι σπασίματος ακούστηκαν και το μπροστινό μέρος το δράκου έγειρε προς το έδαφος. Ο πολεμιστής δεν έχασε ευκαιρία. Άμεσα σκαρφάλωσε στο εσωτερικό μέρος του θώρακα του πλάσματος. Ύστερα, χτύπησε με δύναμη το κοντινότερο κομμάτι της σπονδυλικής του στήλης. Η λεπίδα έκοψε το κόκκαλο σαν να ήταν χάρτινο. Το σώμα του δράκου χωρίστηκε στα δύο, αφήνοντας το κτήνος τελείως ακινητοποιημένο.
Ο Ζάρνταλ περπάτησε αργά προς το κεφάλι του δράκου το οποίο ήταν ακουμπισμένο στο έδαφος. «Σε ελευθερώνω από την μαγεία που σε κρατάει εδώ» είπε συμπονετικά ο πολεμιστής. Σήκωσε το μαύρο του όπλο και κάρφωσε με δύναμη το οστέινο κρανίο του πλάσματος διαλύοντάς το. Αν ο ταλαιπωρημένος δράκος είχε σάρκα και δέρμα πάνω του, ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης θα υπήρχε στο πρόσωπό του.
Τα κόκκαλα που απάρτιζαν το υπόλοιπο σώμα του, έπεσαν με θόρυβο στο έδαφος, έγιναν σκόνη και χάθηκαν μια για πάντα ακολουθώντας τον άνεμο. Ο πολεμιστής κρέμασε το σπαθί στην πλάτη του και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του.