Το Κοράκι με τα Κίτρινα Μάτια - Μέρος τρίτο
Δέκα λεπτά αργότερα, είχε φθάσει στην εξώπορτα του αρχοντικού. Έσπρωξε τη σκουριασμένη καγκελόπορτα και εκείνη άνοιξε τρίζοντας, έτοιμη να καταρρεύσει. Προχώρησε και κοίταξε με θλίψη τους άλλοτε πανέμορφους κήπους. Τώρα, ήταν όλα κατεστραμμένα και μαραμένα.
Αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία γέμισαν το μυαλό του. Θυμόταν με πόση φροντίδα και υπομονή περιποιόταν αυτούς τους κήπους ο πατέρας του. Είχε κι εκείνος ένα μικρό φτυάρι και έλεγε ότι φύτευε, αλλά το μόνο που κατάφερνε, ήταν να λερώνεται με τα χώματα. Ακόμα θυμόταν τις φωνές της μάνας του που τον επέπληττε και τον πατέρα του να γελάει με τα καμώματά του. Ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του, ενόσω αναπολούσε αυτές τις στιγμές.
Προχώρησε για λίγα μέτρα σκεπτικός, μέχρι που έφθασε στην είσοδο του αρχοντικού. Περιεργάστηκε το κτίριο. Του φάνηκε ότι ήταν ετοιμόρροπο, σαν να είχαν να το φροντίσουν χρόνια. Πεταμένα παραθυρόφυλλα βρίσκονταν στο έδαφος και ήχοι τριξίματος ακούγονταν από το κτίριο κάθε φορά που φυσούσε ο αέρας.
Δεν περίμενα να επιστρέψω ξανά στο πατρικό μου σπίτι. Κι αν επέστρεφα, σίγουρα δεν θα ήταν γι' αυτόν τον λόγο, σκεφτόταν ο πολεμιστής.
Κοντοστάθηκε για λίγα λεπτά στην πόρτα. Αφού πήρε μία ανάσα, την έσπρωξε με δύναμη και περπάτησε στο εσωτερικό του κτιρίου. Άναψε έναν δαυλό που βρήκε κρεμασμένο στον τοίχο και άρχισε να εξερευνά τον χώρο. Τα έπιπλα ήταν σχεδόν όλα σπασμένα. Όσα από αυτά ήταν ακόμα άθικτα, ήταν πεταμένα και αναποδογυρισμένα σε διάφορα δωμάτια. Ξεραμένες κηλίδες αίματος υπήρχαν στους τοίχους και τους διαδρόμους. Ο πολεμιστής έφθασε στο συμπέρασμα ότι κάποια μάχη είχε γίνει εδώ καιρό πριν. Άκουσε τριξίματα από τον επάνω όροφο και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα που βρισκόταν στο κέντρο του αρχοντικού.
Ο Ζάρνταλ άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα με αργά και προσεχτικά βήματα. Μόλις έφθασε στον επάνω όροφο, δεκάδες αναμμένα κεριά έκαναν την εμφάνισή τους. Εμφανίστηκαν σε δύο σειρές, αριστερά και δεξιά από τον πολεμιστή, δημιουργώντας ένα μονοπάτι. Ο πολεμιστής ακολούθησε περίεργος το φωτεινό μονοπάτι. Που και που σταμάταγε και θαύμαζε τα κεριά που αιωρούνταν χωρίς να ακουμπάνε πουθενά. Το μονοπάτι οδηγούσε σε μία μεγάλη ξύλινη δίφυλλη πόρτα. Στο δωμάτιο αυτό υπήρχε παλιότερα η μεγάλη τραπεζαρία, την οποία χρησιμοποιούσαν σε γιορτές και λοιπές συγκεντρώσεις.
Ο πολεμιστής άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Κεριά ήταν αναμμένα περιμετρικά στους τοίχους, φωτίζοντας ολόκληρο το δωμάτιο. Ένα μεγάλο τραπέζι βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι καθόταν αντικριστά στις άκρες του τραπεζιού. Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή και επέτρεπε το φως του φεγγαριού να μπαίνει μέσα. Ένας άνδρας καθόταν μπροστά στη μπαλκονόπορτα και απολάμβανε το φεγγάρι. Το παρουσιαστικό και η συμπεριφορά του άνδρα, δήλωναν άτομο ευγενικής καταγωγής. Ήταν αδύνατος και φορούσε μία μεταλλική πανοπλία στο χρώμα του αίματος. Είχε ένα σπαθί περασμένο στη μέση του, στολισμένο με χρυσάφι και πολύτιμους λίθους. Μακριά μαύρα μαλλιά έπεφταν ευθεία στους ώμους του, φτάνοντας μέχρι την πλάτη του. Κρατούσε ένα κρυστάλλινο ποτήρι, το οποίο ήταν γεμάτο με κρασί. Κούνησε απαλά και κυκλικά το ποτήρι του, ύστερα μύρισε το περιεχόμενό του και δοκίμασε.
«Εξαιρετικό» σχολίασε ο άνδρας κοιτάζοντας τον πολεμιστή. «Μα πού είναι οι τρόποι μου; Παρακαλώ, κάθισε. Τέτοιο κρασί δεν έχεις ξαναδοκιμάσει!» συνέχισε.
Ανώτερο βαμπίρ, σκέφτηκε ο Ζάρνταλ, αλλά δεν ξεστόμισε τίποτα. Κατευθύνθηκε προς το τραπέζι και κάθισε στο κέντρο, απέναντι από το βαμπίρ. Έβγαλε το μαύρο κράνος του και το τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι.
«Τώρα μπορούμε να μιλήσουμε ήρεμα και πολιτισμένα» επεσήμανε το βαμπίρ. «Μην ανησυχείς. Δεν θα πειράξω τους γονείς σου. Όπως βλέπεις, είναι σώοι και αβλαβείς» συμπλήρωσε.
«Δεν είναι οι γονείς μου αυτοί! Οι ψευδαισθήσεις σου δεν πιάνουν σε μένα» αναφώνησε ο πολεμιστής. Εκείνη τη στιγμή, το ηλικιωμένο ζευγάρι εξαφανίστηκε.
«Μα... πώς;» μουρμούρισε το βαμπίρ. «Συναισθηματικά και μόνο, θα έπρεπε να δυσκολευτείς να το καταλάβεις».
«Οι γονείς μου είναι νεκροί, ανόητε!» είπε και γέλασε δυνατά ο πολεμιστής. «Είναι νεκροί εδώ και ογδόντα χρόνια!».
Το βαμπίρ άρχισε να οργίζεται. «Τότε γιατί ήρθες;» ρώτησε, προσπαθώντας να δείχνει ψύχραιμος.
«Από περιέργεια... Νόμιζες ότι με ξεγέλασε ο Αγγελιοφόρος σου;» αναφώνησε γελώντας για ακόμα μία φορά ο πολεμιστής.
Το βαμπίρ δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο την ψυχραιμία του. Οι κυνόδοντές του άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Σήκωσε και πέταξε με δύναμη το τραπέζι στον πολεμιστή και τράβηξε το σπαθί του. Ο πολεμιστής χτύπησε με τη γροθιά του το τραπέζι που ερχόταν καταπάνω του σπάζοντάς το σε κομμάτια και έπειτα τράβηξε κι εκείνος το όπλο του.
Το βαμπίρ χίμηξε και προσπάθησε να καρφώσει τον πολεμιστή στο στήθος. Η επίθεσή του αποκρούστηκε εύκολα από το μαύρο σπαθί. Με απίστευτη ταχύτητα το βαμπίρ βρέθηκε πίσω από τον πολεμιστή και τον τρύπησε στην πλάτη. Ο πολεμιστής ούρλιαξε από τον πόνο και γύρισε απότομα για να χτυπήσει το βαμπίρ με ένα αριστερόστροφο πλάγιο χτύπημα. Ο αντίπαλός του ήταν πιο γρήγορος και απέφυγε το χτύπημα. Ακόμα μία επίθεση από το βαμπίρ, κατέληξε στον μηρό του αντιπάλου του. Η ταχύτητά του ήταν ασύλληπτη. Το βαμπίρ συνέχισε να παίζει με το θύμα του. Τρίτο, τέταρτο και πέμπτο χτύπημα βρήκαν τον στόχο τους. Ο πολεμιστής δεν κατάφερε ποτέ να αποκρούσει κάποια από τις επιθέσεις του. Αίμα άρχισε να τρέχει από τις πληγές του και το βαμπίρ έγλειψε τα χείλη του για το επερχόμενο γεύμα του.
«Ας κάνουμε πιο ενδιαφέρουσα τη μάχη μας... για εμένα» είπε γελώντας το βαμπίρ με αλαζονικό ύφος. Με μία κίνηση του χεριού του, έσβησε όλα τα κεριά του δωματίου. Το φως του φεγγαριού εξαφανίστηκε, λες και κάποιο σύννεφο το είχε κρύψει. Αν ο πολεμιστής μπορούσε να δει έξω, θα διαπίστωνε πως ένα μεγάλο σμήνος από κοράκια πετούσε αθόρυβα, κάνοντας κύκλους, πάνω από το μπαλκόνι.
«Για να δω πώς θα πολεμήσεις στο απόλυτο σκοτάδι» σχολίασε περιπαικτικά το βαμπίρ και τα κατακόκκινα μάτια του έλαμψαν.
«Είχα κάνει μία συμφωνία με το είδος σου. Δεν θα έμπαινε ο ένας στον δρόμο του άλλου. Μία συμφωνία, που με μεγάλη μου χαρά, εσύ αθέτησες» τόνισε με βαριά φωνή ο πολεμιστής.
Το βαμπίρ σάστισε, καθώς ένα επιπλέον ζευγάρι κόκκινα μάτια έλαμπε στο σκοτάδι απέναντί του. Όρμησε πάνω στον πολεμιστή. Αυτή τη φορά, όμως, αυτός που ούρλιαξε ήταν το βαμπίρ. Το καταραμένο σπαθί του πολεμιστή είχε διαπεράσει το στέρνο του. Πήδηξε γρήγορα προς τα πίσω και περίμενε λίγα δευτερόλεπτα για να θεραπευτεί η πληγή του. Πανικός κατέλαβε το βαμπίρ, όταν διαπίστωσε ότι η πληγή του δεν έκλεινε. Στεκόταν παγωμένο στη θέση του, ακούγοντας τον πολεμιστή να πλησιάζει με αργά, βαριά βήματα.
«Τα κόκκινα μάτια... η μαύρη πανοπλία... το καταραμένο σπαθί... Εσύ;» αναφώνησε τρικλίζοντας το βαμπίρ. Αν είχε ζωτικά υγρά το σώμα του, τότε σίγουρα θα έσταζε κρύος ιδρώτας από το πρόσωπό του.
Το βαμπίρ μεταμορφώθηκε σε σύννεφο καπνού και αιωρήθηκε προς την μπαλκονόπορτα. Καθώς ήταν έτοιμο να απολαύσει την ελευθερία του, ακινητοποιήθηκε. Κοίταξε με έκπληξη πίσω του και είδε το χέρι του πολεμιστή να έχει γαντζώσει την αέρινη μορφή του. Ο Ζάρνταλ τραβούσε την αέρια μάζα ξανά μέσα στο δωμάτιο.
«Αφέντη, βοήθεια...! Αφέντη, μη με εγκαταλείπεις!» ούρλιαζε το βαμπίρ.
Το κοράκι με τα κίτρινα μάτια παρακολουθούσε τη συζήτηση και τη μάχη που ακολούθησε εδώ και ώρα. Είχε κάνει μία γητεία πάνω του και είχε γίνει αόρατο. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που άκουσε τον υπηρέτη του, ενώ απομακρυνόταν από το παλιό αρχοντικό.
Αναρωτιόταν, αν τελικά εκείνο είχε στήσει παγίδα στον πολεμιστή ή ο πολεμιστής σε αυτό. Όπως και να 'χει, όμως, αυτό που έπρεπε να κάνει, το έκανε.
Σύντομα, ο πόλεμος θα ξεκινήσει...