Το σπιρτόκουτο
Μία κρύα νύχτα του χειμώνα, ένα κορίτσι έψαχνε στους κάδους για φαγητό. Τα γυμνά της πόδια πατούσαν στο χιόνι, αλλά εκείνη δεν έδινε σημασία. Φαγητό δεν κατάφερε να βρει, όμως κάτι άλλο κέντρισε την προσοχή της. Ήταν ένα μικρό κουτί γεμάτο με σπίρτα. Το πήρε στα χέρια της και με λαχτάρα το άνοιξε. Μπορεί να πεινούσε ακόμα, αλλά τουλάχιστον θα μπορούσε να ζεσταθεί εκείνο το βράδυ.
Γύρισε τρέχοντας σε ένα εγκαταλελειμμένο υπόγειο, το οποίο εκείνη θεωρούσε σπίτι της. Συγκέντρωσε όσα ξύλα βρήκε εύκαιρα και άνοιξε το σπιρτόκουτο ώστε να ανάψει μία φωτιά. Καθώς όμως άνοιξε και πάλι το κουτί, παρατήρησε ότι μέσα είχε μόνο τρία σπίρτα. Απογοητευμένη που νόμιζε ότι ήταν γεμάτο, χρησιμοποίησε το ένα σπίρτο.
Η νύχτα ήταν πολύ κρύα και το κορίτσι αναγκαζόταν να βγαίνει συνέχεια έξω για να μαζεύει και άλλα ξύλα ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να κάψει. Τα σπίρτα όμως σώθηκαν γρήγορα και το κορίτσι έμεινε για άλλη μία φορά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.
Πεινασμένη αποφάσισε να ξαναβγεί τουρτουρίζοντας. Περπατούσε για καμιά ώρα, όμως το αδύναμο σώμα της δεν άντεξε άλλο. Κάθισε σε μία γωνιά και αποκοιμήθηκε.
Ένα αγόρι περπατούσε και αυτό μέσα στο κρύο. Στη διαδρομή του είδε ένα κορίτσι να κάθεται σε μία γωνιά. Το πλησίασε και γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν νεκρό. Παρατήρησε όμως ότι κάτι κρατούσε μέσα στα χέρια της. Ήταν ένα μικρό κουτί με σπίρτα. Το πήρε και το άνοιξε. Ήταν γεμάτο σπίρτα.
Όταν επέστρεψε σπίτι του, άνοιξε ξανά το σπιρτόκουτο. Αυτή τη φορά υπήρχαν μέσα μόνο τέσσερα σπίρτα...