Μασάκι (真拆)
Ήταν ολόκληρο καλυμμένο με λευκή γούνα, αν και στο περισσότερο μέρος της φαινόταν μαυρισμένη. Έμοιαζε να κρατούσε ένα ανθρώπινο κεφάλι στο αριστερό του χέρι, το οποίο σιγά-σιγά γινόταν σκόνη που την έπαιρνε ο αέρας, ώσπου μετά από λίγο δεν απέμεινε τίποτα.
«Κιόσουκε;» είπε διστακτικά. Το πλάσμα γύρισε αργά και την κοίταξε. Το πρόσωπό του έμοιαζε με αυτό του λύκου. Τα κόκκινα μάτια του της πάγωσαν το αίμα.
Άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη προς τους άλλους δύο. Κάθε του βήμα γινόταν και όλο πιο βαρύ, αφού σταδιακά μεταμορφωνόταν σε λυκάνθρωπο. Όταν πλησίασε αρκετά, έκανε ένα άλμα και έπεσε με φόρα πάνω στον δαίμονα, ακριβώς πριν τα νύχια του χωθούν βαθιά μέσα στη σάρκα του Κάιτο. Λυκάνθρωπος και δαίμονας αγκαλιασμένοι σύρθηκαν μερικά μέτρα μακριά. Ο Κιόσουκε, ως πιο γρήγορος, βρέθηκε πάνω από τον Μάνγκαρα και μια βροχή από γροθιές ξεκίνησαν να πέφτουν στο πρόσωπο του δαίμονα.
Μπορείτε να το παραγγείλετε από το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Συμπαντικές Διαδρομές εδώ.